Γράφει ο Γιώργος Ν. Παπαθανασόπουλος*
Ευχαριστώ θερμά την κυρία Βαλάτα - Τσιάμα για την ευγενική της πρόσκληση να καταθέσω την ψυχή μου στον σημαντικό λογοτέχνη μας Θανάση Πετσάλη - Διομήδη. Είναι η πρώτη φορά που ομιλώ για τον λογοτέχνη που αγάπησε ιδιαίτερα την Κηφισιά και νιώθω ιδιαίτερη συγκίνηση. Ας θεωρηθεί μνημόσυνο στη μνήμη του συγκεκριμένου συγγραφέα που μας δίδαξε με ευρηματικό και εύληπτο τρόπο την Ιστορία μας, από τα χρόνια της Αλώσεως έως τα μέσα του 20ού αιώνα και μας καλλιέργησε την εθνική αυτογνωσία και ιδιοπροσωπία μας.
* (Ομιλία στο πλαίσιο των διαλέξεων του Ελευθέρου Πανεπιστημίου του Δήμου Κηφισιάς, η οποία πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη, 30 Μαΐου 2013)
_______________________
**από : http://www.elzoni.gr/category/?id=5
Ονόμασα "Κατάθεση ψυχής" την ομιλία μου, γιατί την συναισθάνομαι ως πράξη ευγνωμοσύνης προς τον συγγραφέα που ήταν μεταξύ εκείνων που με ενέπνευσαν να γράψω το ιστορικό μου μυθιστόρημα "Μέρες Αποκάλυψης στην Ιωνία". Πρέπει να σας ομολογήσω πως επηρεασμένος από την δημοσιογραφική μου αντίληψη στην αρχή σκέφθηκα τις μαρτυρίες και τα στοιχεία που είχα συγκεντρώσει μετά από μακρόχρονη έρευνα για την τραγωδία του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας κατά την περίοδο 1914-1922 να τις μορφοποιήσω ως μια μελέτη. Όμως η γνωστή και σημαντική συγγραφέας Γαλάτεια Γρηγοριάδου - Σουρέλη με προέτρεψε να δοκιμάσω τις δυνάμεις μου στο ιστορικό μυθιστόρημα, στο οποίο αισθανόμουν οικείος, αφού είχα διαβάσει όχι μόνο τον Θανάση Πετσάλη - Διομήδη, αλλά και πολλούς από όσους έχουν ασχοληθεί με αυτό. Έτσι οφείλω και σ' αυτόν το πόνημά μου.
Για τον συγγραφέα και για το πολύ πλούσιο έργο του έχουν γραφτεί τόσα πολλά από έγκυρους φιλολόγους και τεχνοκριτικούς, που εύλογα θα μπορούσα να υποστηρίξω πως δεν υπάρχει κάτι άλλο να προσθέσω…Όμως σκέφθηκα πως εκείνο που μπορώ να σας προσφέρω σήμερα είναι να σας υπενθυμίσω τι έχει πει ο ίδιος ο Θανάσης Πετσάλης - Διομήδης για το ιστορικό μυθιστόρημα και για τον Ελληνισμό.
Στα 1953 και στο αφιέρωμα για το ιστορικό μυθιστόρημα του περιοδικού "Ελληνική Δημιουργία" (τεύχος 138) ο Πετσάλης γράφει:
" …Την ιστορία του τόπου του ο πολύς κόσμος δεν την μαθαίνει από τις βαρειές πραγματείες των ιστορικών, αλλά από τη μυθιστοριοποιημένη μορφή που έδωσαν στα γεγονότα του ένδοξου ή τραγικού παρελθόντος οι ικανοί λογοτέχνες. Και να μερικά από τα κλασσικά παραδείγματα. Οι εγγλέζοι ξέρουν την ιστορία του ιπποτικού των μεσαίωνα από τα βιβλία του Ουώλτερ Σκωττ. Οι Ρώσοι τους αγώνες της ρωσίας κατά του Ναπολέοντα από το "Πόλεμος και Ειρήνη" του Τολστόϊ. Οι Γερμανοί τους "Προγόνους" των από το ομώνυμο έργο του Φράϊταγκ. Οι Γάλλοι το Λουδοβίκο 13ο και τον Μαζαρίνο από το "Saint Mars" του Alfred de Vigny και από τους "Τρεις Σωματοφύλακες" του Δουμά πολύ περισσότερο από τις μελέτες του Michelet και του Taine. Το ίδιο πρέπει να γίνει και στην Ελλάδα, για να μάθουμε όλοι την ιστορία μας…".
Στα κείμενα στοχασμού "Διάλογοι με τον εαυτό μου", που εξέδωσαν οι εκδόσεις Ι.Δ. Αρσενίδη χωρίς να γράφουν χρονολογία, ο Θ. Πετσάλης - Διομήδης γράφει για το μυθιστόρημα:
"Πρέπει να προσέξουν πολύ όσοι καταπιάνονται με τον πεζό λόγο και φιλοδοξούν να γράψουν αληθινό μυθιστόρημα, γερό, καλοδεμένο, με αρχιτεκτονική ισορροπημένη, με αφήγηση στρωτή ( κι ας ψυχαναλύουν βαθύτατα τους ήρωες), γιατί το μυθιστόρημα είναι και πρέπει να είναι απλά και όμορφα ένα μακρύ παραμύθι για μεγάλους…Και μελέτη ακόμα μπορεί να είναι το μυθιστόρημα, μελέτη κοινωνική, ψυχογραφική, ό, τι άλλο, μα, προς Θεού: να μη μυρίζει μελέτη!…Κι επειδή πρόφερα τη λέξη μελέτη, πρέπει να πω δυο λόγια και για το ιστορικό λεγόμενο μυθιστόρημα, όπως διαμορφώθηκε τελευταία στην Ελλάδα. Καθαυτό ιστορικό μυθιστόρημα για μένα είναι η "Ιζαμπώ" του Τερζάκη…".
Στο προλογικό σημείωμα του υπέροχου μυθιστορήματός του " Οι Μαυρόλυκοι", το επικό αυτό χρονικό της Τουρκοκρατίας, ο Θαν. Πετσάλης - Διομήδης γράφει το πώς από τα αστικού περιεχομένου μυθιστορήματά του πέρασε και αφοσιώθηκε στο ιστορικό μυθιστόρημα:
" Ήταν αργά ένα βράδυ του Γεναριού του 1939 στο γραφείο του Αλεξάνδρου Διομήδη (Σημ. Αδελφού της μητέρας του που τον υπεραγαπούσε και καθώς ήταν άτεκνος τον παρακάλεσε και αυτός δέχθηκε να πάρει και το επώνυμο του, για να έχει αυτό συνέχεια). Ώρες κρίσιμες για την Ευρώπη. Ώρες ανήσυχες για την Ελλάδα κι απειλητικές. Κι επειδή ο Διομήδης έγραφε τότε τις Βυζαντινές του Μελέτες, ο λόγος ήρθε για τον Βυζαντινό Ελληνισμό και για τον Ελληνισμό της Τουρκοκρατίας. Έτσι, από λόγο σε λόγο, γεννήθηκε αστόχαστα μέσα μου η απορία. Και ξαφνικά πήρε μορφή και ξεκαθάρισε και χύθηκε μέσα μου κι άπλωσε και με γέμισε.
- Θα παρακολουθήσω, είπα, το σιγανό, το δύσκολο ξύπνημα της Ελληνικής ψυχής μέσα στα μαύρα χρόνια της δουλείας. Είναι συγκινητικό και μεγάλο. Και μια ταραχή απότομη, σύρριζη μα αόριστη - αόριστη γιατί δεν ήξερα ακόμα τι κόσμους από συγκινήσεις, τι κόσμους από ενδιαφέροντα μου φύλαγε το σκάψιμο στις λεπτομέρειες - αντίκρισα, ωσάν ένα συγκεχυμένο όραμα, τον Ελληνισμό, τους Έλληνες, τις Ελληνίδες, τα Ελληνόπουλα, το αίμα μας, να σκύβει και να ματώνει και να παλεύει και να ψοφάει σαν το ζώο, και να σηκώνεται πάλι στα γόνατα, να σέρνεται, να πασκίζει, να ψάχνει, να δοκιμάζει, να τολμάει, ξάφνου να τινάζεται! Τι Γολγοθάς ήταν αυτός! Σε τι τάρταρα κύλησε και σε τι Όλυμπους άγγιξε!
Την άλλη μέρα κιόλας στρώθηκα στη δουλειά. Πάλι με βοήθησε ο Διομήδης. Πολύπλευρη η καλλιέργειά του, πλατιά η γνώση, βαθιά η γνώμη του. Με κατατόπισε. Έπρεπε να αρχίσω από το άλφα. Από τις γενικές ιστορίες. Παπαρρηγόπουλος πρώτος. Να πάρω μια γενική ιδέα πριν μπω στα καθέκαστα. Τότες πρωτόνιωσα το πόσο αγράμματους - ελληνικά απαίδευτους - μας βγάζει το σχολείο. Γιατί, Θεέ μου, γιατί να σταματούνε τα παιδιά την ιστορία τους στην Άλωση, κι αφού μάθουν δυο - τρία κουτσοπράματα για τη σκλαβιά, να φτάνουν μονομιάς στον Ρήγα; Κι όμως έτσι είναι. Τα τριακόσια πενήντα χρόνια της σκλαβιάς τα σβήναμε ως τα τώρα, πολεμούσαμε να τα προσπεράσουμε βιαστικά και απρόσεχτα, γιατί ήτανε, λέει, μια μαύρη, ντροπιασμένη εποχή. Η Ελληνική ιστορία έχει τόσες απαράμιλλα φωτερές στιγμές, έλεγαν. Γιατί να πας να ξεθάψεις τις πιο άθλιες, τις πιο μουντές, τις πιο βασανισμένες; Κι όμως. Μετά το σκάψιμο πάνω στα δίσεχτα χρόνια της σκλαβιάς, σηκώθηκα θαμπωμένος, από το θαύμα. Φως πεντακάθαρο σελαγίζει πάνω στους Έλληνες της δουλείας: του μαρτυρίου ο φωτοστέφανος, του νου και της αντριάς η λάμψη…".
Και τελειώνει το προλογικό του σημείωμα, που το γράψε τον Γενάρη του 1944, ενώ δηλαδή ακόμη υπήρχε η τυραννική Γερμανική Κατοχή, τονίζοντας:
"Κατέβηκα ως τις ρίζες που τρέφουν τη νεοελληνική παράδοση κι έσμιξα με την ψυχή την ελληνική ατόφια κι ολοζώντανη, καθώς μελετούσα τα χρόνια της σκλαβιάς. Γιατί από κείνα τα χρόνια βγήκαμε, από κείνη την ψυχή που αγωνίστηκε και σώθηκε. Σε κείνη την ψυχή πρέπει και να γυρνούμε".
Για τον Θανάση Πετσάλη - Διομήδη η στροφή στις ρίζες είναι ωφέλιμη και απαραίτητη. Σε τηλεοπτική συνέντευξή του στον Δημήτρη Λαζογιώργο - Ελληνικό, το 1968, και στη σχετική ερώτηση απάντησε:
"Η στροφή προς τις ρίζες μας όχι μόνο ωφελεί, όχι μόνον είναι χρήσιμη, αλλά, λέω, είναι απαραίτητη. Το παρελθόν ενός τόπου είναι το θεμέλιο απάνω στο οποίο στηρίζεται το παρόν, το θεμέλιο απάνω στο οποίο χτίζεται το μέλλον. Είναι πλούτος αμύθητος για έναν λαό το να έχει μεγάλο παρελθόν και ακόμα περισσότερο να ξέρει καλά τι πλούτος είναι. Είναι πολύτιμο προνόμιο για έναν λαό το να ξέρει το παρελθόν του και νομίζω ότι ένας τρόπος να το προσεγγίσει ευκολότερα ή οπωσδήποτε πιο ζωντανά, πιο απτά, είναι το ιστορικό μυθιστόρημα που δεν έχει την αυστηρότητα, την επιβεβλημένη ξηρότητα της καθαυτό ιστορίας, αλλά αντίθετα προσπαθεί να αναπλάσει, δηλαδή να ξαναφέρει στη ζωή, στιγμές, γεγονότα, καταστάσεις, ανθρώπινες αντιδράσεις περασμένων εποχών".
Η σχεδόν πέντε αιώνων συγκλονιστική μυθιστορηματική χρονογραφία της πορείας του Ελληνισμού κατά την Τουρκοκρατία, που την συνθέτουν η επική τριλογία "Οι Μαυρόλυκοι", ο "Ελληνικός Όρθρος" και ο "Κατακαημένος Τόπος", με επίλογο τα "Δεκατρία Χρόνια" (Σημ. Τα χρόνια 1909 - 1922) και, ως επιτομή, το θαυμάσιας σύλληψης σχετικά σύντομο μυθιστόρημά του "Η καμπάνα της Αγίας Τριάδας", συμπυκνώνεται σ' αυτά που γράφει ο Θανάσης Πετσάλης - Διομήδης στο προλογικό σημείωμα του έργου του "Κατακαημένος Τόπος":
"Στο σαλόνι του σπιτιού μας, η γυναίκα μου έχει ένα παλαιό εικόνισμα, ένα τρίπτυχο, που όταν είναι ανοιχτό, τα δύο πλαγινά του φύλλα παίρνουν το σχήμα φτερών. Ένα θαυμαστό πράγμα. Μ' αρέσει να παρομοιάζω την τριλογία μου μ' αυτό το παλιό τρίπτυχο το σκοροφαγωμένο. Στην κεντρική εικόνα, στη θέση της Παναγιάς με τον Χριστό στην αγκαλιά Της - ας μου συγχωρεθεί κι αυτό, έχω τόσα πολλά να μου συγχωρεθούνε - είναι μια ζωγραφιά, λίγο σκοτεινή από την πολυκαιροσύνη, που συμβολίζει τη Νίκη του '21, δεν την βλέπω καθαρά, είναι η Έξοδος; είναι η πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας; οπωσδήποτε σε μιαν άκρη κυματίζει στο ελεύθερο αεράκι μια σημαία με το σταυρό μέσα σε καπνούς και σε φλόγες. Στην αριστερή σύνθεση, βλέπω την Αγιά Σοφιά ξέχειλη χριστιανολόϊ πεσμένο μπρούμυτα κατάχαμα, να μη δει τον Μωάμεθ που μπαίνει καβάλα από την κύρια πύλη του Ναού. Στη δεξιά σύνθεση, ξεχωρίζει ο Χρυσόστομος - πήγα να γράψω: ο Άγιος Χρυσόστομος - της Σμύρνης, που τον σέρνουν από τα πόδια καταγής μπουλούκια άπιστοι αλαλάζοντας. (Σημ. Τότε που έγραψε ο Πετσάλης δεν είχε αναγνωριστεί ως Άγιος ο Χρυσόστομος Σμύρνης). Πάλι μέσα στις φλόγες και τους καπνούς. Και στην κάθε γωνιά, μέσα σε μικρούς κύκλους, εικόνες του Πατριάρχη Κύριλλου Λούκαρη, του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, του Ρήγα Βελεστινλή και του Γρηγορίου του Ε', τυλιγμένες σε μια πορφυρή και άλικη άλω, ωσάν μέσα σε αίμα "ηρώων και μαρτύρων".
Το παράδοξο είναι, ότι κοιτάζοντας το τρίπτυχο αυτό που τα πλαγινά του έχουν σχήμα φτερών, νιώθω σαν κάτι να με αλαφρώνει, να με τραβά προς τα πάνω, κάτι ωσάν μεγάλες φτερούγες που με ελευθερώνουν από τον υλικόν εαυτό μου. Είναι αυτό που λέμε: το θαύμα της τέχνης.
Ευχαριστώ το Θεό".
O Θανάσης Πετσάλης – Διομήδης στο βιβλίο του "Διάλογοι με τον εαυτό μου" εξομολογείται ότι πέρασε από πολλές ψυχικές αναζητήσεις, μέχρις ότου, στο "βαθύ σκοτάδι" - όπως ο ίδιος το χαρακτηρίζει - που βρισκόταν, μια φωτεινή μορφή πήγε και στάθηκε μπροστά του. Συνεχίζω με το δικό του κείμενο:
"Τα μάτια μου άνοιξαν. Ο Χριστός, έκραξα, ο Χριστιανισμός. Έκρυψα το πρόσωπό μου μέσα στα χέρια μου και συγκεντρώθηκα. Αυτός είναι βέβαια ο Αμνός του Κυρίου, ο Υιός του Θεού ...».
Για την προσφορά της Εκκλησίας στο Έθνος στο ίδιο του βιβλίο γράφει:
Ο Θεάνθρωπος ίδρυσε την ανώτερη, την γλυκύτερη θρησκεία που γνώρισε ο κόσμος και, ας μην το ξεχνούμε, δια των μαθητών Του την καθιέρωσε μέσον του ελληνικού πνεύματος. Αλλά μια θρησκεία, όποια θρησκεία, έχει μοιραία την ανάγκη από μια οργάνωση, μια ιεραρχία, μια τάξη. Την οργάνωση αυτή την κρατεί στα χέρια της η Εκκλησία. Σ' αυτή την Εκκλησία, πέρα από τους άλλους λαούς, εμείς οι Έλληνες χρωστάμε κατά ένα μεγάλο ποσοστό την επιβίωσή μας στα μαύρα χρόνια της σκλαβιάς και σε όποιες άλλες δίσεχτες ώρες επέρασε το Γένος".
Για τον Χριστιανισμό ο Πετσάλης είχε την πεποίθηση ότι ήταν «Επανάσταση Ψυχών». Γράφει στο ίδιο βιβλίο:
«Ο Χριστιανισμός ξεκίνησε σαν επανάσταση. Αλλά ήταν επανάσταση πρωτόφαντη, αλλοιώτικη, μοναδική. Δεν στράφηκε εναντίον σ’ ένα καθεστώς, ή μια πίστη, ούτε μιας τάξης, μήτε εναντίον παραδεδεγμένων αξιών. Ήταν κάτι ανώτερο, υψηλότερο, ιδανικώτερο. Ήταν μια επανάσταση ψυχών. Η επανάσταση των ψυχών.
Ακούστηκαν λόγια, που δεν είχαν ειπωθεί ως τότε. Λόγια αγάπης, και ταπεινοφροσύνης και εγκαρτέρησης. Δεν στέκει παραπάνω από τον φτωχό και τον αδύναμο, είπαν, ο δυνατός και ο πλούσιος. Ο αδύναμος και ο φτωχός μπορούν να σταθούν πιο πάνω...Ήταν μια επανάσταση, η πιο μεγάλη επανάσταση που γίνηκε ποτέ.... Έτσι έζησε ο Χριστιανισμός, έτσι ανδρώθηκε, άπλωσε, νίκησε. Ετσι ζει. Ετσι θα ζήσει.
Στην περίοδο των αιώνων ήρθε ωστόσο μια ώρα – έρχεται κάποια ώρα – όπου στεγνώσαν οι ψυχές, ωσάν να μαραίνωνται ελεεινά. Πέφτουνε τα φτερά τους, σαν τα φύλλα. Κι’ ουδ’ έχουν τη δύναμη να πιστέψουν στον εαυτό τους, στη δύναμη τους οι ψυχές. Σκοτεινιάζει ο κόσμος.
Σε τέτοιες ώρες σκοτεινές προβάλλει φωτοδότης ο Χριστιανισμός. Δεν χτυπάει ένα γύρω. Κράτος, Εξουσία, Νόμους, Κοινωνία, Πλούτο δεν αρνείται τίποτα, σέβεται και συντηρεί ακόμα. Χτυπάει όμως μέσα, μέσα στον άνθρωπο, στα βάθη του, την ψυχή να την αφυπνήσει, να επαναστατήσει η ψυχή ενάντια στον εαυτό της, στην αδυναμία της, στις αδυναμίες της, να γίνει πάλι η επανάσταση, να γίνεται αδιάκοπα μια επανάσταση, να ζούνε οι ψυχές, να νοιώθουν ότι ζούνε, ότι α υ τ έ ς είναι, αυτές απάνω απ’ όλα, και από το Κράτος, και από την Εξουσία, και από την Κοινωνία και από τον Πλούτο, αρκεί να είναι καθαρές. Και τότε κερδίζουν την ταπεινοφροσύνη και την πραότητα. Και την γαλήνη.
Έτσι απολυτρώνονται οι ψυχές, απολυτρώνεται ο Άνθωπος.
Σε μιαν αδιάκοπη επανάσταση των ψυχών μας καλεί ο Χριστιανισμός. Επανάσταση – Ανάσταση. Είναι το Α και το Ω».
Για τον εαυτό του αναγνωρίζει την ψυχική του αδυναμία με θαυμαστή ταπείνωση, ειλικρίνεια και αυτογνωσία:
"Και τώρα, πριν τελειώσω τούτα τα λίγα, τα φτωχά λόγια πάνω στο βασικό για τον άνθρωπο, το κατά κυριολεξία σταυρικό αυτό θέμα, πώς να μην προσθέσω και τούτο ακόμα: σαν όλους τους ανθρώπους ζω στιγμές ανάτασης και τότε αισθάνομαι ότι έχω βαδίσει κατά κάποιον τρόπο προς το θείο νόμο. Ύστερα πάλι περνώ ώρες ψυχικής χαλάρωσης, που ξέρω ότι απομακρύνομαι από αυτόν. Άνθρωπος αδύναμος, άνθρωπος γεμάτος αδυναμίες, έρχονται στιγμές όπου θα ήθελα να μπορούσα να γονατίσω, να κάνω την προσευχή μου, να κάνω το σταυρό μου, σαν το μικρό παιδί.
Δυστυχώς - εζύγισα καλά τη λέξη και ξαναλέω: δυστυχώς - δεν μπορώ πια".
Ο Θανάσης Πετσάλης - Διομήδης πρόσφερε σημαντικό εθνικό - πατριωτικό έργο. Ίσως γι' αυτό δεν έτυχε και της ανάλογης αναγνώρισης… Δύο φορές απέτυχε να εκλεγεί Ακαδημαϊκός - την πρώτη αντ' αυτού εξελέγη ο Ηλίας Βενέζης και τη δεύτερη ο Πέτρος Χάρης. Τελικά εξελέγη το 1977. Μόλις το 1994, όταν ήταν 90 ετών και ένα χρόνο πριν από τον θάνατό του, αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Και το 1995, στην κηδεία του, δεν παρέστη κανένας από την πολιτική ηγεσία του τόπου! Γράφει σχετικά στο Αφιέρωμα της "Νέας Εστίας" ( τα Χριστούγεννα του 1995) ο αείμνηστος επίσης ( τον χάσαμε πρόσφατα) πρωτότοκος υιός του Νίκος:
"Μια ακόμα εικόνα χωρίς κορνίζα, πιο πρόσφατη αυτή. Στο πρώτο νεκροταφείο, καμιά κατοσταριά, ίσως διακόσιοι άνθρωποι, αληθινοί φίλοι οι περισσότεροι, που αγαπούσαν ειλικρινά τον "τόσο καλό, τόσο γλυκό, τόσο αγαπητό Θανάση, που ποτέ δεν έκανε σε κανένα κακό…". Εγώ (λίγο πιο δυναμικός, ίσως, και πιο άτεγκτος απ' αυτόν) μεταχειρίζομαι μια προσφιλή του αποστροφή, το <αει-σιχτίρ> - με έντονο τονισμό της τελευταίας συλλαβής - για να σχολιάσω την απουσία οποιουδήποτε εκπρόσωπου της Πολιτείας στην κηδεία του. Ο ίδιος, καταπώς τον ήξερα, θα το έκρινε ειρωνικά, αλλά και με πικρία για την πατρίδα που είχε πιστέψει και υμνήσει. Και ίσως, σε τελευταία ανάλυση, δεν θα τον πείραζε που κανένας μικρούτσικος "ελληνάκης" (έκφραση του Διομήδη αυτή) - πόσο ξ έ ν ο ς θα 'ταν, μα την αλήθεια! - δεν καταδέχθηκε να παρευρεθεί στο ξόδι του…".
Το κείμενο το έγραψε ο Νίκος Πετσάλης - Διομήδης στην Κηφισιά στις 9 και 10 Νοεμβρίου 1995, λίγες ημέρες μετά την κηδεία του πατέρα του.
Θα τελειώσω με αυτό που έγραψε ο Μενέλαος Παλάντιος στη μνήμη του Θανάση Πετσάλη - Διομήδη:
"Ο Θανάσης Πετσάλης θα είναι ζωντανός στη μνήμη μας ως άνθρωπος, και στα κείμενά του ως ένας από τους αξιολογότερους λογοτέχνες της γενιάς του και του τόπου μας".
Για τον συγγραφέα και για το πολύ πλούσιο έργο του έχουν γραφτεί τόσα πολλά από έγκυρους φιλολόγους και τεχνοκριτικούς, που εύλογα θα μπορούσα να υποστηρίξω πως δεν υπάρχει κάτι άλλο να προσθέσω…Όμως σκέφθηκα πως εκείνο που μπορώ να σας προσφέρω σήμερα είναι να σας υπενθυμίσω τι έχει πει ο ίδιος ο Θανάσης Πετσάλης - Διομήδης για το ιστορικό μυθιστόρημα και για τον Ελληνισμό.
Στα 1953 και στο αφιέρωμα για το ιστορικό μυθιστόρημα του περιοδικού "Ελληνική Δημιουργία" (τεύχος 138) ο Πετσάλης γράφει:
" …Την ιστορία του τόπου του ο πολύς κόσμος δεν την μαθαίνει από τις βαρειές πραγματείες των ιστορικών, αλλά από τη μυθιστοριοποιημένη μορφή που έδωσαν στα γεγονότα του ένδοξου ή τραγικού παρελθόντος οι ικανοί λογοτέχνες. Και να μερικά από τα κλασσικά παραδείγματα. Οι εγγλέζοι ξέρουν την ιστορία του ιπποτικού των μεσαίωνα από τα βιβλία του Ουώλτερ Σκωττ. Οι Ρώσοι τους αγώνες της ρωσίας κατά του Ναπολέοντα από το "Πόλεμος και Ειρήνη" του Τολστόϊ. Οι Γερμανοί τους "Προγόνους" των από το ομώνυμο έργο του Φράϊταγκ. Οι Γάλλοι το Λουδοβίκο 13ο και τον Μαζαρίνο από το "Saint Mars" του Alfred de Vigny και από τους "Τρεις Σωματοφύλακες" του Δουμά πολύ περισσότερο από τις μελέτες του Michelet και του Taine. Το ίδιο πρέπει να γίνει και στην Ελλάδα, για να μάθουμε όλοι την ιστορία μας…".
Στα κείμενα στοχασμού "Διάλογοι με τον εαυτό μου", που εξέδωσαν οι εκδόσεις Ι.Δ. Αρσενίδη χωρίς να γράφουν χρονολογία, ο Θ. Πετσάλης - Διομήδης γράφει για το μυθιστόρημα:
"Πρέπει να προσέξουν πολύ όσοι καταπιάνονται με τον πεζό λόγο και φιλοδοξούν να γράψουν αληθινό μυθιστόρημα, γερό, καλοδεμένο, με αρχιτεκτονική ισορροπημένη, με αφήγηση στρωτή ( κι ας ψυχαναλύουν βαθύτατα τους ήρωες), γιατί το μυθιστόρημα είναι και πρέπει να είναι απλά και όμορφα ένα μακρύ παραμύθι για μεγάλους…Και μελέτη ακόμα μπορεί να είναι το μυθιστόρημα, μελέτη κοινωνική, ψυχογραφική, ό, τι άλλο, μα, προς Θεού: να μη μυρίζει μελέτη!…Κι επειδή πρόφερα τη λέξη μελέτη, πρέπει να πω δυο λόγια και για το ιστορικό λεγόμενο μυθιστόρημα, όπως διαμορφώθηκε τελευταία στην Ελλάδα. Καθαυτό ιστορικό μυθιστόρημα για μένα είναι η "Ιζαμπώ" του Τερζάκη…".
Στο προλογικό σημείωμα του υπέροχου μυθιστορήματός του " Οι Μαυρόλυκοι", το επικό αυτό χρονικό της Τουρκοκρατίας, ο Θαν. Πετσάλης - Διομήδης γράφει το πώς από τα αστικού περιεχομένου μυθιστορήματά του πέρασε και αφοσιώθηκε στο ιστορικό μυθιστόρημα:
" Ήταν αργά ένα βράδυ του Γεναριού του 1939 στο γραφείο του Αλεξάνδρου Διομήδη (Σημ. Αδελφού της μητέρας του που τον υπεραγαπούσε και καθώς ήταν άτεκνος τον παρακάλεσε και αυτός δέχθηκε να πάρει και το επώνυμο του, για να έχει αυτό συνέχεια). Ώρες κρίσιμες για την Ευρώπη. Ώρες ανήσυχες για την Ελλάδα κι απειλητικές. Κι επειδή ο Διομήδης έγραφε τότε τις Βυζαντινές του Μελέτες, ο λόγος ήρθε για τον Βυζαντινό Ελληνισμό και για τον Ελληνισμό της Τουρκοκρατίας. Έτσι, από λόγο σε λόγο, γεννήθηκε αστόχαστα μέσα μου η απορία. Και ξαφνικά πήρε μορφή και ξεκαθάρισε και χύθηκε μέσα μου κι άπλωσε και με γέμισε.
- Θα παρακολουθήσω, είπα, το σιγανό, το δύσκολο ξύπνημα της Ελληνικής ψυχής μέσα στα μαύρα χρόνια της δουλείας. Είναι συγκινητικό και μεγάλο. Και μια ταραχή απότομη, σύρριζη μα αόριστη - αόριστη γιατί δεν ήξερα ακόμα τι κόσμους από συγκινήσεις, τι κόσμους από ενδιαφέροντα μου φύλαγε το σκάψιμο στις λεπτομέρειες - αντίκρισα, ωσάν ένα συγκεχυμένο όραμα, τον Ελληνισμό, τους Έλληνες, τις Ελληνίδες, τα Ελληνόπουλα, το αίμα μας, να σκύβει και να ματώνει και να παλεύει και να ψοφάει σαν το ζώο, και να σηκώνεται πάλι στα γόνατα, να σέρνεται, να πασκίζει, να ψάχνει, να δοκιμάζει, να τολμάει, ξάφνου να τινάζεται! Τι Γολγοθάς ήταν αυτός! Σε τι τάρταρα κύλησε και σε τι Όλυμπους άγγιξε!
Την άλλη μέρα κιόλας στρώθηκα στη δουλειά. Πάλι με βοήθησε ο Διομήδης. Πολύπλευρη η καλλιέργειά του, πλατιά η γνώση, βαθιά η γνώμη του. Με κατατόπισε. Έπρεπε να αρχίσω από το άλφα. Από τις γενικές ιστορίες. Παπαρρηγόπουλος πρώτος. Να πάρω μια γενική ιδέα πριν μπω στα καθέκαστα. Τότες πρωτόνιωσα το πόσο αγράμματους - ελληνικά απαίδευτους - μας βγάζει το σχολείο. Γιατί, Θεέ μου, γιατί να σταματούνε τα παιδιά την ιστορία τους στην Άλωση, κι αφού μάθουν δυο - τρία κουτσοπράματα για τη σκλαβιά, να φτάνουν μονομιάς στον Ρήγα; Κι όμως έτσι είναι. Τα τριακόσια πενήντα χρόνια της σκλαβιάς τα σβήναμε ως τα τώρα, πολεμούσαμε να τα προσπεράσουμε βιαστικά και απρόσεχτα, γιατί ήτανε, λέει, μια μαύρη, ντροπιασμένη εποχή. Η Ελληνική ιστορία έχει τόσες απαράμιλλα φωτερές στιγμές, έλεγαν. Γιατί να πας να ξεθάψεις τις πιο άθλιες, τις πιο μουντές, τις πιο βασανισμένες; Κι όμως. Μετά το σκάψιμο πάνω στα δίσεχτα χρόνια της σκλαβιάς, σηκώθηκα θαμπωμένος, από το θαύμα. Φως πεντακάθαρο σελαγίζει πάνω στους Έλληνες της δουλείας: του μαρτυρίου ο φωτοστέφανος, του νου και της αντριάς η λάμψη…".
Και τελειώνει το προλογικό του σημείωμα, που το γράψε τον Γενάρη του 1944, ενώ δηλαδή ακόμη υπήρχε η τυραννική Γερμανική Κατοχή, τονίζοντας:
"Κατέβηκα ως τις ρίζες που τρέφουν τη νεοελληνική παράδοση κι έσμιξα με την ψυχή την ελληνική ατόφια κι ολοζώντανη, καθώς μελετούσα τα χρόνια της σκλαβιάς. Γιατί από κείνα τα χρόνια βγήκαμε, από κείνη την ψυχή που αγωνίστηκε και σώθηκε. Σε κείνη την ψυχή πρέπει και να γυρνούμε".
Για τον Θανάση Πετσάλη - Διομήδη η στροφή στις ρίζες είναι ωφέλιμη και απαραίτητη. Σε τηλεοπτική συνέντευξή του στον Δημήτρη Λαζογιώργο - Ελληνικό, το 1968, και στη σχετική ερώτηση απάντησε:
"Η στροφή προς τις ρίζες μας όχι μόνο ωφελεί, όχι μόνον είναι χρήσιμη, αλλά, λέω, είναι απαραίτητη. Το παρελθόν ενός τόπου είναι το θεμέλιο απάνω στο οποίο στηρίζεται το παρόν, το θεμέλιο απάνω στο οποίο χτίζεται το μέλλον. Είναι πλούτος αμύθητος για έναν λαό το να έχει μεγάλο παρελθόν και ακόμα περισσότερο να ξέρει καλά τι πλούτος είναι. Είναι πολύτιμο προνόμιο για έναν λαό το να ξέρει το παρελθόν του και νομίζω ότι ένας τρόπος να το προσεγγίσει ευκολότερα ή οπωσδήποτε πιο ζωντανά, πιο απτά, είναι το ιστορικό μυθιστόρημα που δεν έχει την αυστηρότητα, την επιβεβλημένη ξηρότητα της καθαυτό ιστορίας, αλλά αντίθετα προσπαθεί να αναπλάσει, δηλαδή να ξαναφέρει στη ζωή, στιγμές, γεγονότα, καταστάσεις, ανθρώπινες αντιδράσεις περασμένων εποχών".
Η σχεδόν πέντε αιώνων συγκλονιστική μυθιστορηματική χρονογραφία της πορείας του Ελληνισμού κατά την Τουρκοκρατία, που την συνθέτουν η επική τριλογία "Οι Μαυρόλυκοι", ο "Ελληνικός Όρθρος" και ο "Κατακαημένος Τόπος", με επίλογο τα "Δεκατρία Χρόνια" (Σημ. Τα χρόνια 1909 - 1922) και, ως επιτομή, το θαυμάσιας σύλληψης σχετικά σύντομο μυθιστόρημά του "Η καμπάνα της Αγίας Τριάδας", συμπυκνώνεται σ' αυτά που γράφει ο Θανάσης Πετσάλης - Διομήδης στο προλογικό σημείωμα του έργου του "Κατακαημένος Τόπος":
"Στο σαλόνι του σπιτιού μας, η γυναίκα μου έχει ένα παλαιό εικόνισμα, ένα τρίπτυχο, που όταν είναι ανοιχτό, τα δύο πλαγινά του φύλλα παίρνουν το σχήμα φτερών. Ένα θαυμαστό πράγμα. Μ' αρέσει να παρομοιάζω την τριλογία μου μ' αυτό το παλιό τρίπτυχο το σκοροφαγωμένο. Στην κεντρική εικόνα, στη θέση της Παναγιάς με τον Χριστό στην αγκαλιά Της - ας μου συγχωρεθεί κι αυτό, έχω τόσα πολλά να μου συγχωρεθούνε - είναι μια ζωγραφιά, λίγο σκοτεινή από την πολυκαιροσύνη, που συμβολίζει τη Νίκη του '21, δεν την βλέπω καθαρά, είναι η Έξοδος; είναι η πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας; οπωσδήποτε σε μιαν άκρη κυματίζει στο ελεύθερο αεράκι μια σημαία με το σταυρό μέσα σε καπνούς και σε φλόγες. Στην αριστερή σύνθεση, βλέπω την Αγιά Σοφιά ξέχειλη χριστιανολόϊ πεσμένο μπρούμυτα κατάχαμα, να μη δει τον Μωάμεθ που μπαίνει καβάλα από την κύρια πύλη του Ναού. Στη δεξιά σύνθεση, ξεχωρίζει ο Χρυσόστομος - πήγα να γράψω: ο Άγιος Χρυσόστομος - της Σμύρνης, που τον σέρνουν από τα πόδια καταγής μπουλούκια άπιστοι αλαλάζοντας. (Σημ. Τότε που έγραψε ο Πετσάλης δεν είχε αναγνωριστεί ως Άγιος ο Χρυσόστομος Σμύρνης). Πάλι μέσα στις φλόγες και τους καπνούς. Και στην κάθε γωνιά, μέσα σε μικρούς κύκλους, εικόνες του Πατριάρχη Κύριλλου Λούκαρη, του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, του Ρήγα Βελεστινλή και του Γρηγορίου του Ε', τυλιγμένες σε μια πορφυρή και άλικη άλω, ωσάν μέσα σε αίμα "ηρώων και μαρτύρων".
Το παράδοξο είναι, ότι κοιτάζοντας το τρίπτυχο αυτό που τα πλαγινά του έχουν σχήμα φτερών, νιώθω σαν κάτι να με αλαφρώνει, να με τραβά προς τα πάνω, κάτι ωσάν μεγάλες φτερούγες που με ελευθερώνουν από τον υλικόν εαυτό μου. Είναι αυτό που λέμε: το θαύμα της τέχνης.
Ευχαριστώ το Θεό".
O Θανάσης Πετσάλης – Διομήδης στο βιβλίο του "Διάλογοι με τον εαυτό μου" εξομολογείται ότι πέρασε από πολλές ψυχικές αναζητήσεις, μέχρις ότου, στο "βαθύ σκοτάδι" - όπως ο ίδιος το χαρακτηρίζει - που βρισκόταν, μια φωτεινή μορφή πήγε και στάθηκε μπροστά του. Συνεχίζω με το δικό του κείμενο:
"Τα μάτια μου άνοιξαν. Ο Χριστός, έκραξα, ο Χριστιανισμός. Έκρυψα το πρόσωπό μου μέσα στα χέρια μου και συγκεντρώθηκα. Αυτός είναι βέβαια ο Αμνός του Κυρίου, ο Υιός του Θεού ...».
Για την προσφορά της Εκκλησίας στο Έθνος στο ίδιο του βιβλίο γράφει:
Ο Θεάνθρωπος ίδρυσε την ανώτερη, την γλυκύτερη θρησκεία που γνώρισε ο κόσμος και, ας μην το ξεχνούμε, δια των μαθητών Του την καθιέρωσε μέσον του ελληνικού πνεύματος. Αλλά μια θρησκεία, όποια θρησκεία, έχει μοιραία την ανάγκη από μια οργάνωση, μια ιεραρχία, μια τάξη. Την οργάνωση αυτή την κρατεί στα χέρια της η Εκκλησία. Σ' αυτή την Εκκλησία, πέρα από τους άλλους λαούς, εμείς οι Έλληνες χρωστάμε κατά ένα μεγάλο ποσοστό την επιβίωσή μας στα μαύρα χρόνια της σκλαβιάς και σε όποιες άλλες δίσεχτες ώρες επέρασε το Γένος".
Για τον Χριστιανισμό ο Πετσάλης είχε την πεποίθηση ότι ήταν «Επανάσταση Ψυχών». Γράφει στο ίδιο βιβλίο:
«Ο Χριστιανισμός ξεκίνησε σαν επανάσταση. Αλλά ήταν επανάσταση πρωτόφαντη, αλλοιώτικη, μοναδική. Δεν στράφηκε εναντίον σ’ ένα καθεστώς, ή μια πίστη, ούτε μιας τάξης, μήτε εναντίον παραδεδεγμένων αξιών. Ήταν κάτι ανώτερο, υψηλότερο, ιδανικώτερο. Ήταν μια επανάσταση ψυχών. Η επανάσταση των ψυχών.
Ακούστηκαν λόγια, που δεν είχαν ειπωθεί ως τότε. Λόγια αγάπης, και ταπεινοφροσύνης και εγκαρτέρησης. Δεν στέκει παραπάνω από τον φτωχό και τον αδύναμο, είπαν, ο δυνατός και ο πλούσιος. Ο αδύναμος και ο φτωχός μπορούν να σταθούν πιο πάνω...Ήταν μια επανάσταση, η πιο μεγάλη επανάσταση που γίνηκε ποτέ.... Έτσι έζησε ο Χριστιανισμός, έτσι ανδρώθηκε, άπλωσε, νίκησε. Ετσι ζει. Ετσι θα ζήσει.
Στην περίοδο των αιώνων ήρθε ωστόσο μια ώρα – έρχεται κάποια ώρα – όπου στεγνώσαν οι ψυχές, ωσάν να μαραίνωνται ελεεινά. Πέφτουνε τα φτερά τους, σαν τα φύλλα. Κι’ ουδ’ έχουν τη δύναμη να πιστέψουν στον εαυτό τους, στη δύναμη τους οι ψυχές. Σκοτεινιάζει ο κόσμος.
Σε τέτοιες ώρες σκοτεινές προβάλλει φωτοδότης ο Χριστιανισμός. Δεν χτυπάει ένα γύρω. Κράτος, Εξουσία, Νόμους, Κοινωνία, Πλούτο δεν αρνείται τίποτα, σέβεται και συντηρεί ακόμα. Χτυπάει όμως μέσα, μέσα στον άνθρωπο, στα βάθη του, την ψυχή να την αφυπνήσει, να επαναστατήσει η ψυχή ενάντια στον εαυτό της, στην αδυναμία της, στις αδυναμίες της, να γίνει πάλι η επανάσταση, να γίνεται αδιάκοπα μια επανάσταση, να ζούνε οι ψυχές, να νοιώθουν ότι ζούνε, ότι α υ τ έ ς είναι, αυτές απάνω απ’ όλα, και από το Κράτος, και από την Εξουσία, και από την Κοινωνία και από τον Πλούτο, αρκεί να είναι καθαρές. Και τότε κερδίζουν την ταπεινοφροσύνη και την πραότητα. Και την γαλήνη.
Έτσι απολυτρώνονται οι ψυχές, απολυτρώνεται ο Άνθωπος.
Σε μιαν αδιάκοπη επανάσταση των ψυχών μας καλεί ο Χριστιανισμός. Επανάσταση – Ανάσταση. Είναι το Α και το Ω».
Για τον εαυτό του αναγνωρίζει την ψυχική του αδυναμία με θαυμαστή ταπείνωση, ειλικρίνεια και αυτογνωσία:
"Και τώρα, πριν τελειώσω τούτα τα λίγα, τα φτωχά λόγια πάνω στο βασικό για τον άνθρωπο, το κατά κυριολεξία σταυρικό αυτό θέμα, πώς να μην προσθέσω και τούτο ακόμα: σαν όλους τους ανθρώπους ζω στιγμές ανάτασης και τότε αισθάνομαι ότι έχω βαδίσει κατά κάποιον τρόπο προς το θείο νόμο. Ύστερα πάλι περνώ ώρες ψυχικής χαλάρωσης, που ξέρω ότι απομακρύνομαι από αυτόν. Άνθρωπος αδύναμος, άνθρωπος γεμάτος αδυναμίες, έρχονται στιγμές όπου θα ήθελα να μπορούσα να γονατίσω, να κάνω την προσευχή μου, να κάνω το σταυρό μου, σαν το μικρό παιδί.
Δυστυχώς - εζύγισα καλά τη λέξη και ξαναλέω: δυστυχώς - δεν μπορώ πια".
Ο Θανάσης Πετσάλης - Διομήδης πρόσφερε σημαντικό εθνικό - πατριωτικό έργο. Ίσως γι' αυτό δεν έτυχε και της ανάλογης αναγνώρισης… Δύο φορές απέτυχε να εκλεγεί Ακαδημαϊκός - την πρώτη αντ' αυτού εξελέγη ο Ηλίας Βενέζης και τη δεύτερη ο Πέτρος Χάρης. Τελικά εξελέγη το 1977. Μόλις το 1994, όταν ήταν 90 ετών και ένα χρόνο πριν από τον θάνατό του, αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Και το 1995, στην κηδεία του, δεν παρέστη κανένας από την πολιτική ηγεσία του τόπου! Γράφει σχετικά στο Αφιέρωμα της "Νέας Εστίας" ( τα Χριστούγεννα του 1995) ο αείμνηστος επίσης ( τον χάσαμε πρόσφατα) πρωτότοκος υιός του Νίκος:
"Μια ακόμα εικόνα χωρίς κορνίζα, πιο πρόσφατη αυτή. Στο πρώτο νεκροταφείο, καμιά κατοσταριά, ίσως διακόσιοι άνθρωποι, αληθινοί φίλοι οι περισσότεροι, που αγαπούσαν ειλικρινά τον "τόσο καλό, τόσο γλυκό, τόσο αγαπητό Θανάση, που ποτέ δεν έκανε σε κανένα κακό…". Εγώ (λίγο πιο δυναμικός, ίσως, και πιο άτεγκτος απ' αυτόν) μεταχειρίζομαι μια προσφιλή του αποστροφή, το <αει-σιχτίρ> - με έντονο τονισμό της τελευταίας συλλαβής - για να σχολιάσω την απουσία οποιουδήποτε εκπρόσωπου της Πολιτείας στην κηδεία του. Ο ίδιος, καταπώς τον ήξερα, θα το έκρινε ειρωνικά, αλλά και με πικρία για την πατρίδα που είχε πιστέψει και υμνήσει. Και ίσως, σε τελευταία ανάλυση, δεν θα τον πείραζε που κανένας μικρούτσικος "ελληνάκης" (έκφραση του Διομήδη αυτή) - πόσο ξ έ ν ο ς θα 'ταν, μα την αλήθεια! - δεν καταδέχθηκε να παρευρεθεί στο ξόδι του…".
Το κείμενο το έγραψε ο Νίκος Πετσάλης - Διομήδης στην Κηφισιά στις 9 και 10 Νοεμβρίου 1995, λίγες ημέρες μετά την κηδεία του πατέρα του.
Θα τελειώσω με αυτό που έγραψε ο Μενέλαος Παλάντιος στη μνήμη του Θανάση Πετσάλη - Διομήδη:
"Ο Θανάσης Πετσάλης θα είναι ζωντανός στη μνήμη μας ως άνθρωπος, και στα κείμενά του ως ένας από τους αξιολογότερους λογοτέχνες της γενιάς του και του τόπου μας".
Σας ευχαριστώ.
Ευχαριστώ θερμά την κυρία Βαλάτα - Τσιάμα για την ευγενική της πρόσκληση να καταθέσω την ψυχή μου στον σημαντικό λογοτέχνη μας Θανάση Πετσάλη - Διομήδη. Είναι η πρώτη φορά που ομιλώ για τον λογοτέχνη που αγάπησε ιδιαίτερα την Κηφισιά και νιώθω ιδιαίτερη συγκίνηση. Ας θεωρηθεί μνημόσυνο στη μνήμη του συγκεκριμένου συγγραφέα που μας δίδαξε με ευρηματικό και εύληπτο τρόπο την Ιστορία μας, από τα χρόνια της Αλώσεως έως τα μέσα του 20ού αιώνα και μας καλλιέργησε την εθνική αυτογνωσία και ιδιοπροσωπία μας.
* (Ομιλία στο πλαίσιο των διαλέξεων του Ελευθέρου Πανεπιστημίου του Δήμου Κηφισιάς, η οποία πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη, 30 Μαΐου 2013)
_______________________
**από : http://www.elzoni.gr/category/?id=5
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου