«Ενεργός πολίτης» με όλη τη σημασία της λέξης εδώ και πολλά χρόνια ο Σωτήρης Δημητρίου, από την πλευρά της αριστεράς πάντα, ήδη από τα φοιτητικά του χρόνια στην περίοδο της Κατοχής, όταν ήταν φοιτητής στο Πολυτεχνείο, ή αργότερα, όταν γνώρισε την αποικιοκρατία στην Αφρική, όπου έζησε για μεγάλο διάστημα. Η συστηματική ενασχόλησή του με την ανθρωπολογία έδωσε τους πρώτους καρπούς στα 1964, με την έκδοση του βιβλίου «Προϊστορικοί πολιτισμοί και εξέλιξη». Ακολούθησαν μέσα στα χρόνια πάνω από δέκα τόμοι ανθρωπολογικής και σημειολογικής ανάλυσης, ενώ μέσα στη χούντα συμμετέχει στην ίδρυση του περιοδικού «Σύγχρονος κινηματογράφος», σαν μια πράξη αντίστασης, και προσθέτει την ανάλυση του κινηματογράφου στο πεδίο έρευνάς του. Ο Σωτήρης Δημητρίου είναι σήμερα ένας από τους ελάχιστους «οργανικούς διανοούμενους» της αριστεράς. Μιλήσαμε μαζί του με αφορμή την έκδοση του τελευταίου του βιβλίου «Ο κινηματογράφος σήμερα - Ανθρωπολογικές, πολιτικές και σημειωτικές διαστάσεις» (εκδ. Σαββάλας) που πλουτίζει ουσιαστικά τη θεμελίωση και την ανάλυση του κινηματογραφικού φαινομένου, με το πολιτικό πρόσημο να έχει ουσιαστικό νόημα...
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΤΕΡΖΗ
Κύριε Δημητρίου, πώς παράλληλα με την ανθρωπολογία ενδιαφερθήκατε και για τον κινηματογράφο;
Στην αρχή της δεκαετίας του ‘60 γνωρίστηκα με φίλους του «κοινωνικού κινηματογράφου», που ήταν ίσως το πιο πρωτοπόρο ρεύμα της έντονης τότε κοινωνικής ζωής, τους Δ. Θέο, Β. Ραφαηλίδη, Κ. Σφήκα, Μ. Γρηγορίου και άλλους. Το γεγονός αυτό, καθώς και η ενεργός ανάμιξή μου στη συνέχεια με την εταιρεία του «Σύγχρονου Κινηματογράφου» με έκανε να στραφώ στη μελέτη του και να τον εξετάσω με βάση την ανθρωπολογική προσέγγιση. Αποτέλεσμα αυτής της απασχόλησης ήταν το βιβλίο «Μύθος, κινηματογράφος, σημειολογία, κρίση της αισθητικής» που κυκλοφόρησε στα 1973...
Ποια είναι τα γενεσιουργά στοιχεία για το τελευταίο σας βιβλίο;
Στο προηγούμενο βιβλίο μου Η πολιτική διάσταση της τέχνης, επιδίωξα, με βάση την ανθρωπολογική προσέγγιση και τη θεωρία της πρακτικής, να διερευνήσω τις σχέσεις της τέχνης με τις δομές της εξουσίας σε διάφορους κοινωνικο-πολιτικούς σχηματισμούς και, ιδιαίτερα, στο δικό μας. Δεν επεκτάθηκα όμως στον κινηματογράφο, στον οποίο οι σχέσεις αυτές είναι πολύ πιο στενές. Με το τελευταίο βιβλίο Ο κινηματογράφος σήμερα, προσπάθησα να καλύψω αυτό το κενό. Ένας ακό- μα λόγος ήταν ότι οι διάφορες μελέτες και ερμηνείες για τον κινηματογράφο περιορίζονται στις ταινίες του επικρατούντος εμπορικού κυκλώματος και αποσιωπούν τις άλλες δυνατότητές του. Για τον σκοπό αυτόν χρησιμοποίησα τρεις προσεγγίσεις. Πρώτο, την ανθρωπολογική με την οποία διερευνούνται η κινηματογραφία ως κοινωνικό φαινόμενο, με τις εσωτερικές και τις εξωτερικές αντιθέσεις της, οι ταινίες της ως τεκμήρια χρήσιμα για την ανάλυση της κουλτούρας που τις παρήγαγε, η διαδικασία της πρόσληψης από τον θεατή και τον τρόπο με τον οποίο τον επηρεάζει, ο κινηματογράφος ως εργαλείο για την ανθρωπολογική έρευνα και ο ρόλος του στην προσέγγιση του Άλλου. Δεύτερο, την πολιτική προσέγγιση με την οποία διερευνούνται οι σχέσεις του με τις δομές της εξουσίας αλλά και οι δυνατότητές του για τη διαδικασία του κοινωνικού μετασχηματισμού. Τρίτο, τη σημειωτική προσέγγιση, ως μέθοδο ανάλυσης που, παρά την απόκλισή της προς τον μεταμοντερνισμό, μπορεί, κάτω από μιαν άλλη οπτική, να συμβάλει στην ανθρωπολογική προσέγγιση.
Ποια είναι η θεωρητική διαδρομή του κινηματογράφου στην Ελλάδα;
Θα έλεγα πρόχειρα ότι είναι αναιμική και «εισαγόμενη»... Η ανάπτυξη του κινηματογράφου στη χώρα μας καθυστέρησε σημαντικά. Χρειάστηκε να περάσουν 50 χρόνια από την εφεύρεσή του και να φτάσουμε στο 1945 για να εκτοπίσει τα παραδοσιακά είδη λαϊκού θεάματος (θέατρο σκιών, λαϊκά δρώμενα, επιθεώρηση κ.ά.), πράγμα που στη Δύση είχε παραγματοποιηθεί από το 1910. Όταν το πέτυ- χε αυτό, χάρη κυρίως στην εσωτερική μετανάστευση - όπου τα αγροτικά στρώματα της μετεμφυλιακής Ελλάδας που συνέρρεαν στις πόλεις αναζητούσαν υποκατάστατο της παραδοσιακής ψυχαγωγίας- και χάρη στον αποπολιτισμό και την επιβολή των ξένων ταινιών, μαζί με τη Δυτική κουλτούρα, δεν μπόρεσε να ξεπεράσει το επίπεδο της βιοτεχνίας. Ούτε κατάφερε να χειραφετηθεί εντελώς από το παραδοσιακό λαϊκό θέαμα. Στη δραματοποίηση οι ήρωες του λεγόμενου εμπορικού ή παλαιού ελληνικού κινηματογράφου ήταν σε μεγάλο βαθμό καρικατούρες χαρα- κτήρων που θύμιζαν τον Καραγκιό- ζη και στη σκηνογραφία τα πλάνα έμοιαζαν με φιλμαρισμένη επιθεώ- ρηση -παρά τις ιδιομορφίες των ταινιών μελό και φουστανέλας. Συνε- πώς, δεν είναι περίεργο ότι υπήρξε ανάλογη καθυστέρηση και του θεω- ρητικού λόγου για τον κινηματογρά φο. Το πρώτο θεωρητικό βιβλίο, «Ο κινηματογράφος και η αισθητική του» του Σόλωνα Μακρή, εκδόθηκε μόλις το 1951. Ένας άλλος, επίσης σημαντικός λόγος, ήταν και η περι- φρονητική στάση της επίσημης διανόησης (π.χ. του Σεφέρη) η οποία, προσανατολισμένη στην αρχαιολατρία και στην ιδεολογία της ιστορικής συνέχειας, υποβάθμιζε τον κινηματογράφο και τον κατέτασσε στην τάξη του λαϊκού θεάματος, έξω από τη σφαίρα της τέχνης. Θεωρητικός λόγος για τον κινηματογράφο εμφανίζεται στην Ελλάδα το 1965, σε σύνδεση με τη διαμόρφωση του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου (ΝΕΚ). Υπήρξε πράγματι «αναιμικός και εισαγόμενος», με έντονη επιρροή από τα ξένα ρεύματα, ιδιαίτερα, από τη νουβέλ βαγκ.
Και γιατί, θα ρωτούσε κάποιος, είναι αναγκαία μια θεωρητική προσέγγιση του κινηματογράφου;
Ένας σοβαρός λόγος για την αναγκαιότητα μιας θεωρητικής προσέγγισης του κινηματογράφου είναι το γεγονός ότι πρόκειται για το κυρίαρχο πολιτισμικό φαινόμενο του 20ού αιώνα. Διαδόθηκε σε όλο τον πλανήτη, εκτόπισε πολλές άλλες πολιτισμικές μορφές, όπως το θέατρο, το τσίρκο κ.ά., και εξαπλώθηκε σε νέους τομείς με τα θυγατρικά του είδη, την τηλεόραση και το βίντεο. Άλλος λόγος είναι η μεγάλη ανάπτυξη της πολιτικής του διάστασης. Αρκεί να σημειωθεί ότι: α) είναι η μοναδική τέχνηψυχαγωγία που υφίσταται συστηματικά το βάρος της λογοκρισίας και β) αποτελεί πρωταρχικό μέσο επέκτασης του αμερικανικού πολιτισμικού ιμπεριαλισμού. Υπάρχει και ένας τρίτος, εξίσου σοβαρός λόγος. Το γεγονός ότι οι νεότεροι μεγάλοι θεωρητικοί του -Αντρέ Μπαζέν, Κριστιάν Μετς, Ντ. Μπόρντγουελ- ασχολήθηκαν αποκλειστικά με τον αφηγηματικό κινηματογράφο (ή και με την κατηγορία του θαυμαστού), αγνοώντας την αβάν γκαρντ, το ντοκιμαντέρ, τις εθνογραφικές ταινίες και τις άλλες δυνατότητές του. Με άλλα λόγια, απασχολήθηκαν μόνο με τον εμπορικό κινηματογράφο, που είναι κατεξοχήν αφηγηματικός, ταυτίζοντάς τον με την τέχνη, υπονοώντας ότι δεν έχει άλλες δυνατότητες και δικαιώνοντας με τον τρόπο αυτόν τη μορφή που απέκτησε το φιλμικό θέαμα στην εξάρτησή του από τις σχέσεις εξουσίας του βιομηχανικού πολιτισμού. Συνεπώς, για να αποκτήσουμε μια ευρύτερη και διαχρονική θεώρηση του, μέσα στην πορεία του κοινωνικο-πολιτισμικού συστήματος, πρέπει να τον εξετάσουμε κριτικά, σε συνάρτηση με το γενικότερο πλαίσιο της κουλτούρας που τον παρήγαγε.
Ήσασταν πρόεδρος της εταιρείας παραγωγής Σύγχρονος Κινηματογράφος στα χρόνια της χούντας, και του ομώνυμου ιστορικού περιοδικού, που αποτέλεσαν τη «μήτρα» απ` όπου γεννήθηκε ένα μεγάλο μέρος του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου... Αξίζει πιστεύω να μας μιλήσετε για εκείνα τα χρόνια...
Έχετε δίκιο ότι αξίζει να εξεταστεί το θέμα της εταιρείας και του περιοδικού Σύγχρονος Κινηματογράφος... Θα περιοριστώ σε δύο κύρια σημεία. Πρώτο, η εταιρεία «Σύγχρονος Κινηματογράφος» υπήρξε αποτέλεσμα μιας από τις πολλές προσπάθειες που έγιναν για τη συντονισμένη αντίδραση του καλλιτεχνικού και πνευματικού κόσμου στο νεκροταφείο της κοινωνικής ζωής που είχε επιβάλει η χούντα. Συνένωσε πολλούς από τους νέους τότε δημιουργούς του «κοινωνικού κινηματογράφου» της περιόδου 1963-73, που εσίγασαν εξαιτίας της δικτατορίας και που συνέβαλαν στη δημιουργία του ΝΕΚ κατά τη μεταπολίτευση. Το πρόβλημά της ξεκινά από το λάθος να ζητήσει χορηγία από το ίδρυμα Φορντ και να μετατραπεί σε εταιρεία παραγωγής ταινιών. Το αποτέλεσμα ήταν να αλλοιωθεί ο αντιστασιακός προσανατολισμός των μελών της εταιρείας, εξαιτίας της δυνατότητας που τους δινόταν να γυρίσουν δική τους ταινία με ξένα χρήματα και, ταυτόχρονα, εξαιτίας της ασυνείδητης αυτολογοκρισίας προς τον ξένο χορηγό. Δεύτερο, όσον αφορά το περιοδικό. Αυτό προϋπήρχε πριν τη συμφωνία με το ίδρυμα Φορντ και αποτέλεσε τη βάση της. Η ίδρυση της εταιρείας «Σύγχρονος Κινηματογράφος» έγινε μαζί και σε εξάρτηση με τη συμφωνία αυτή. Εκδότης και ψυχή του περιοδικού ήταν ο Βασίλης Ραφαηλίδης, ο οποίος διατήρησε την ευθύνη και τη διεύθυνσή του και μετά την ίδρυση της εταιρείας, της οποίας έγινε γραμματέας. Συνεπώς, το περιοδικό διατηρούσε σχετική αυτονομία και το διοικητικό συμβούλιο το αντιμετώπιζε ως ελεύθερο στίβο ιδεών, κάτι που εθεωρείτο μεγάλη κατάκτηση στις συνθήκες εκείνης της εποχής. Έτσι, μέσα από το περιοδικό πέρασε το ρεύμα της αβάν γκαρντ, που κυριαρχούσε τότε στην Ευρώπη και στο οποίο παγιδεύτηκε και η αριστερά, επειδή η αβάν γκαρντ ήταν σε αντίθεση με τον χολιγουντιανό κινηματογράφο.
Έχετε διανύσει μια μεγάλη διαδρομή μέσα στον χρόνο, από την πλευρά της αριστεράς, από την περίοδο της Κατοχής, τη μετεμφυλιακή Ελλάδα, τη χούντα των συνταγματαρχών... Τι διαφοροποιεί το ιστορικό παρελθόν από το διαλυτικό «τώρα», την Ελλάδα των απανωτών μνημονίων, την κοινωνία που κομματιάζεται και εξαθλιώνεται;
Η σημερινή εποχή, που είναι εποχή παγκόσμιας ύφεσης, έχει κοινό με τα χρόνια της Κατοχής ότι είναι περίοδοι κοινωνικο-πολιτικής κρίσης. Υπάρχουν όμως ορισμένες διαφορές, αντικειμενικές και υποκειμενικές. Οι αντικειμενικές συνίστανται στο ότι η περίοδος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου και της Κατοχής ήταν σε συνάρτηση με μια μεγάλη αλλά περιοδική κρίση του βιομηχανικού συστήματος, ενώ η σημερινή συνιστά την ύστερη και χρονία κρίση του συστήματος, η οποία οδηγεί στην αποδόμησή του.
Είστε βέβαιος ότι οδεύουμε στην κατάρρευση του σημερινού συστήματος;
Εδώ και χρόνια υπάρχουν μελέτες και διαδικασίες που αποσιωπούνται για ευνόητους λόγους. Το 1971 παρατηρήθηκαν ανησυχητικές αποκλίσεις των νόμων της κλασικής οικονομίας και ανατέθηκε σε ειδικούς η εξέταση του προβλήματος. Η μελέτη διεξήχθηκε το 1972 από 15 ειδικούς του Μ.Ι.Τ. με επικεφαλής τους D. H. & D. L. Meadows. Δεν ήταν στενά οικονομική μελέτη, όπως συνηθίζεται, αλλά συστημική ανάλυση με βάση το σύνολο των κοινωνικών στοιχείων πολλών χωρών. Οι ερευνητές θορυβήθηκαν από το αποτέλεσμα, που έδειχνε ότι το βιομηχανικό μοντέλο οδεύει προς κατάρρευση, και το έστειλαν στους G7 μαζί με συστάσεις να λάβουν μέτρα. Οι G7 το αγνόησαν, αλλά το 1973, οπότε ξέσπασε η πετρελαϊκή κρίση ανέθεσαν επανάληψη της μελέτης σε μεγαλύτερο επιτελείο επιστημόνων, υπό τους Pestel & Messaroviç. Η νέα μελέτη επιβεβαίωσε τα συμπεράσματα της προηγούμενης. Μέχρι το 1992 διεξήχθηκαν συνολικά 10 συστημικές μελέτες, που όλες επιβεβαίων ότι το βιομηχανικό μοντέλο περνούσε στα όρια κατάρρευσης. Οι G7 σταμάτησαν από το 1978 να παίρνουν μέτρα αποτροπής της κρίσης. Κάτω από αυτούς τους όρους, οι μελέτες πρόβλεπαν αρχή της κατάρρευσης το 2010. Στα 2003 η χρονολογία της κρίσης προσδιορίστηκε για το 2008, όπερ και εγένετο. Υπάρχει πλήθος από στοιχεία, αναλύσεις και γεγονότα σχετικά με τη διαδικασία της αποδόμησης του συστήματος. Το βέβαιο είναι βρισκόμαστε σε περίοδο σοβαρών κοινωνικών μετασχηματισμών.
Συνεχίζετε συστηματικά να δουλεύετε με ομάδες διαλόγου, να πιστεύετε «αμετανόητος» στη συλλογικότητα... Ποια ανάγκη, ποια πεποίθηση σας παρακινεί σε αυτό το μοντέλο δουλειάς;
Η προσπάθεια, μαζί με άλλους φίλους, για ομάδες διαλόγου προέκυψε από τη διαπίστωση ότι στη χώρα μας, από τη μια πλευρά, υπάρχει βαθιά συντηρητικότητα και σύγχυση και, από την άλλη, επικρατεί κοινωνική κινητικότητα που μπορεί να οδηγήσει σε ρήξεις και αλλαγές εξαιτίας της προϊούσας αποδόμησης του βιομηχανικού συστήματος. Δεν τρέφουμε τη φιλοδοξία να σώσουμε τον κόσμο, αλλά δεν μπορούμε και να μένουμε απαθείς σε «έναν κόσμο που βυθίζεται σήμερα στην απόγνωση και στην παραίτηση». Πιστεύουμε ότι η κοινωνική ανθρωπολογία αποτελεί το πιο κατάλληλο θεωρητικό όργανο που θα μας βοηθήσει σε μια κριτική θεώρηση της κουλτούρας μας και στη διερεύνηση της πορείας της. Αυτό, φυσικά, πάνω στη βάση του ανοιχτού διαλόγου και σε εξάρτηση με την κατάκτηση ενός νέου ήθους -δηλαδή, χωρίς ιεραρχήσεις, γραμματείς και προέδρους ικανού να ανταποκριθεί στο όραμα μιας χειραφετημένης και πιο ανθρώπινης κοινωνίας.
Τι είδους διδάγματα μπορεί να μας προσφέρει το παρελθόν, η προσωπική σας εμπειρία της Κατοχής;
Η κρίση της Κατοχής είχε εκδηλώσεις τέτοιες που έκαναν ορατές τις δυνάμεις της εξουσίας (εθνική υποδούλωση, στρατιωτικοί νόμοι), ώστε το έντονο εθνικό αίσθημα της εποχής εκείνης ενίσχυε την άμεση κινητοποίηση της κοινωνικής αντίστασης. Το απότομο πλήγμα στον λαό, που προκάλεσε 300.000 νεκρούς από την πείνα μέσα στον χειμώνα του 1941, τον οδήγησε σε τέτοια εξοικείωση με τον θάνατο, ώστε να προβεί σε μοναδικές για την ιστορία πράξεις αντίστασης. Αντίθετα, στη σημερινή εποχή επικρατεί μεγάλη σύγχυση από πολλούς λόγους, για το ποιος είναι ο εχθρός της κοινωνίας και αγνοείται εντελώς ότι το κοινωνικο-πολιτισμικό σύστημα είναι υπό κατάρρευση. Πιο σοβαρές είναι οι διαφορές στην υποκειμενική πλευρά. Στην περίοδο της Κατοχής υπήρχε έντονο το κοινοτικό αίσθημα, η communitas, που αποτελεί βασικό όρο για τη διεξαγωγή του κοινωνικού μετασχηματισμού. Η κοινωνία της κατανάλωσης, αλλά και οι μηχανισμοί του συστήματος οδήγησαν στη διάλυση του κοινωνικού ιστού και στην εξάπλωση της κατάθλιψης. Η διάλυση αυτή επηρέασε και την αριστερά προκαλώντας τον κερματισμό της.
Το «καινούργιο» αναγκαστικά θα συγκρουστεί με τα δεσμευτικά στοιχεία του παρελθόντος, αλλά μιλώντας από τη σκοπιά της αριστεράς, πώς, με ποιο τρόπο και με ποια παραδείγματα μπορεί η εμπειρία των αγώνων αλλά και των λαθών να αποτελέσει εφαλτήριο για έναν κόσμο που βυθίζεται σήμερα στην απόγνωση και στην παραίτηση;
Συνοψίζοντας τα διδάγματα του παρελθόντος, νομίζω ότι οι πρωταρχικοί όροι στους οποίους πρέπει να στρέψει την προσοχή της η αριστερά, για να γίνει λιγότερο οδυνηρό το πέρασμα από τη βαρβαρότητα της αποδόμησης προς τη μεταδόμηση για μια πιο ανθρώπινη κοινωνία είναι: Πρώτο, η ανασυγκρότηση του κοινωνικού ιστού και της αλληλεγγύης σε συνάρτηση με την ενοποίηση της αριστεράς. Δεύτερο, η αντιμετώπιση των δομών εξουσίας με βάση την άμεση δημοκρατία και την αυτοάμυνα, χωρίς άσκηση βίας και χωρίς ιεραρχικές δομές (σιδερένια πειθαρχία κ.ά.) που συνεπάγεται η άσκηση αυτή, δομές που αναπαράγουν την απάνθρωπη κοινωνία της ανισότητας και της βίας (αυτά τα δύο πάνε μαζί), δομές που προκάλεσαν την αποτυχία της σοσιαλιστικής επανάστασης και της ΕΣΣΔ.
Πολιτισμός και αριστερά... Μια δύσκολη, ίσως προβληματική (;) σχέση. Κάποιοι στην αριστερά επιμένουν να βλέπουν στον πολιτισμό μόνο ένα «εργαλείο»...
Στην ανθρωπολογία έχει καθιερωθεί ο όρος «κοινωνικο-πολιτισμικό σύστημα ή σχηματισμός» για να δηλωθεί ότι η κοινωνία και η κουλτούρα συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους. Ακολουθώντας, για λόγους καλύτερης κατανόησης, τη διάκριση σε δομή και λειτουργία, τότε «κοινωνία» είναι η δομή των κοινωνικών σχέσεων του συστήματος (σχέσεων παραγωγής, συγγένειας, γειτονίας κ.ά.) και «κουλτούρα» είναι οι λειτουργίες του συστήματος (παραγωγής, αυτορρύθμισης και αναπαραγωγής). Πολιτισμός είναι το μέρος της κουλτούρας στις κοινωνίες με συγκεντρωτική εξουσία που έχει θεσμοποιηθεί με επιβολή του κυρίαρχου λόγου. Συνεπώς, στις κοινωνίες αυτές, παράλληλα με τον επίσημο πολιτισμό συμβιώνουν, εξαρτημένες ή αντίρροπες προς τον κυρίαρχο λόγο, και οι υπάλληλες κουλτούρες ή υποκουλτούρες, οι οποίες εκπροσωπούν τις υποτελείς κοινωνικές ομάδες. Σε συνάρτηση με τα παραπάνω προκύπτει ότι στους μετασχηματισμούς της κοινωνίας διαδραματίζεται ταυτόχρονη μετάλλαξη της κοινωνικής δομής και της κουλτούρας. Είναι ένα ενιαίο σύστημα. Άρα, η αριστερά οφείλει να δρα συνδυασμένα και στα δύο αυτά επίπεδα, αλλιώς υπάρχει ο κίνδυνος υστέρησης ή παραμόρφωσης του μετασχηματισμού. Η κουλτούρα δεν είναι μηχανή που θα τη βάλουμε μπροστά ή θα την προγραμματίσουμε, γιατί έχει τη δική της δημιουργικότητα και δυναμική. Εκείνο που προέχει, συνεπώς, για την αριστερά είναι να εμπνεύσει και να ενισχύσει τις αναδυόμενες κουλτούρες των κοινωνικών στρωμάτων «χωρίς φωνή», να απελευθερωθούν από τον κυρίαρχο λόγο ή πολιτισμό, ώστε να συμβάλουν στη χειραφέτηση της κοινωνίας. Αυτό είναι κάτι πολύ διαφορετικό από το να αξιοποιήσουμε τον πολιτισμό (ποιον πολιτισμό; του κυρίαρχου λόγου;) ή να τον χρησιμοποιήσουμε σαν «εργαλείο».
____________________________________