«Πολιτεία που δεν έχει σαν βάση της την παιδεία, είναι οικοδομή πάνω στην άμμο».

Αδαμάντιος Κοραής (1748 – 1833)

γιατρός και φιλόλογος, από τους πρωτεργάτες του νεοελληνικού διαφωτισμού.
Η Φωτό Μου
επιμέλεια σελίδας: Πάνος Σ. Αϊβαλής


Καλή ανά-γνωση

...για την γραφή, το ύφος και τη γλώσσα...σελίδες του περιοδικού "ύφος"....
Powered By Blogger

Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2014

ΣΑΒΒΑ ΠΑΥΛΟΥ: Φιλολογικά Μελετήματα

     ΕΚΔΟΣΕΙΣ      


Στον ανά χείρας τόμο περιλαμβάνονται εισηγήσεις που διαβάστηκαν, τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια, σε συνέδρια και εκδηλώσεις στην Κύπρο, την Ελλάδα και το εξωτερικό, καθώς και διάφορα άλλα φιλολογικά σημειώματα. Δεν προχώρησα σε αναθεωρήσεις, προσθήκες και διάφορες άλλες αλλαγές - παρ' όλον ότι κάποιες επαναλήψεις, συγγνωστές και κατανοητές όταν σημειώνονται σε εισηγήσεις που απέχουν χρονικά, σε ένα συγκεντρωτικό τόμο φαίνονται, κάποτε, ενοχλητικές. Τα κείμενα, λοιπόν, εμφανίζονται όπως ακριβώς δημοσιεύτηκαν, γιατί αυτού του τύπου τα βιβλία, που συγκεντρώνουν άρθρα και εισηγήσεις αρκετών χρόνων, τα θεωρώ απλώς ως μαρτυρία και τεκμήριο τάσεων, καταθέσεων και ερευνητικών ροπών μιας εποχής - ένας θερισμός που μπορεί να βοηθήσει τους επόμενους μελετητές, που θα προχωρήσουν στο αλώνισμα και το λίχνισμα, για επαρκέστερες και διεισδυτικότερες προσεγγίσεις
 (από το εισαγωγικό σημείωμα του συγγραφέα)

Εγώ, πάντως, παρότι θα ήθελα, και μάλιστα διακαώς, να προχωρήσω στο αλώνισμα και το λίχνισμα, προτίμησα να ασπαστώ, ξανά, την απλή και, ως εκ τούτου, εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, ιδιότητα του αναγνώστη και να ταξιδέψω, μέσα από τα μεστά, λογοτεχνικά, αισθητικά και φιλοσοφικά, κείμενα του Σάββα Παύλου σε εποχές και κοντινές και μακρινές, παρότι, ειλικρινά, δεν είμαι βέβαιος, και ποτέ δεν ήμουν βέβαιος, για την έννοια, και τις διαστάσεις του χρόνου.
Ο Σάββας Παύλου με αφοπλιστική ειλικρίνεια, ευθύς και ντόμπρος, διαλεκτικός οπωσδήποτε, κάτι που, για εμένα, αποτελεί ύψιστη αρετή για κάθε ερευνητή, μελετητή ή συγγραφέα, συγκεντρώνει σε αυτό τον τόμο εισηγήσεις και σημειώματα που φέρουν την υπογραφή του. Διάβασα τα κείμενα ένα προς ένα και θαύμασα το σφρίγος και την οξυδέρκειά τους. Κυρίως, όμως, θαύμασα το γνωσιολογικό υπόβαθρο του Σάββα Παύλου προς τον οποίο οφείλω και ιδιαίτερες ευχαριστίες διότι, διά των γραπτών του, έμαθα πράγματα που αγνοούσα εντελώς και, συνεπώς, στην περίπτωσή μου εφαρμόστηκε κατά γράμμα η ρήση: «γηράσκω αεί διδασκόμενος».
Ο συγγραφέας δεν εγκαταλείπει στιγμή τις εθνικές του ευαισθησίες, οι οποίες αποτυπώνονται με ευκρίνεια ακόμα και στις συλλαβές του, δίνοντας βαρύτητα στην έννοια «πατρίδα», και δη στην πληγωμένη πατρίδα μας χωρίς, πάντως, να αγνοεί, ή να υποτιμά, και την ανάγκη μιας ηθικά εξασφαλισμένης παγκοσμιοποίησης. Κι επειδή όλα, μα όλα, είναι υποκειμενικά, επιτρέψτε μου να ομολογήσω ότι το κείμενο που με σκλάβωσε, και με συγκίνησε σε υπέρτατο βαθμό, φέρει τον τίτλο: «Η θυσία και η σταύρωση της Τηλλυρίας στην Ελληνική ποίηση (πρώτη προσέγγιση)».

*Κέντρο Μελετών Ιεράς Μονής Κύκκου. 2014


Το καλοκαίρι του 1964 έγιναν σφοδρές συγκρούσεις στην Τηλλυρία
Μέσα στα πλαίσια των σχεδιασμών του τουρκικού επεκτατισμού, (για υποκίνηση τουρκοκυπριακής ανταρσίας, επέμβαση στο νησί και διχοτόμηση της Κύπρου), στην περιοχή δημιουργήθηκε θύλακας, υπό τον άμεσο έλεγχο Τούρκων αξιωματικών, που είχε ως βάση του τα χωριά Κόκκινα και Μανσούρα, τα οποία είναι παραθαλάσσια. Ο θύλακας αυτός αποτελούσε ουσιαστικά προγεφύρωμα της Τουρκίας στην Κύπρο, αφού της έδινε τη δυνατότητα να αποστέλλει, μέσω άμεσης θαλάσσιας σύνδεσης, πολεμικό υλικό και άνδρες στο νησί.
Ο κίνδυνος για επέκταση του θύλακα ήταν επικείμενος, οι προκλήσεις των στασιαστών ήταν συνεχείς και έμπαινε επιτακτικά θέμα ασφάλειας των Ελλήνων κατοίκων της περιοχής. Όταν η Εθνική Φρουρά προσπάθησε να αποσοβήσει τον κίνδυνον αυτόν, η Τουρκία επενέβη στρατιωτικά μέσω της πολεμικής της αεροπορίας, και βομβάρδισε ολόκληρη την περιοχή, από τον Ξηρό μέχρι τον Πύργο. Οι καταστροφές (νεκροί, τραυματίες και ισοπεδώσεις) ήσαν πρωτοφανείς για την κυπριακή εμπειρία και οι βομβαρδισμοί της Τηλλυρίας, τον Αύγουστο του 1964, από την τουρκική αεροπορία, αποτελούν τομή στην κυπριακή ιστορία.
[...Το 1972, δημοσιεύεται από τον Σπύρο Παπαγεωργίου η ποιητική σύνθεση Αγία Τηλλυρία. Η επιτυχημένη, πιστεύω, μελοποίηση του έργου αυτού, από τον συνθέτη Γιώργο Κοτσώνη, το έκανε ευρύτερα γνωστό. Δεν έχουμε, λοιπόν, στην περίπτωση αυτήν της ποίησης του Σπύρου Παπαγεωργίου την εν τω άμα εκδίπλωση συναισθημάτων και ποιητικών ανταποκρίσεων για το φρικιαστικό έγκλημα του τουρκικού επεκτατισμού. Έχουν περάσει οκτώ χρόνια από τους βομβαρδισμούς και ο ποιητής διαπραγματεύεται το θέμα του με ωριμότητα, πιο σύνθετα και νηφάλια, σε μια «ρωμαλέα ποιητική σύνθεση για την Τηλλυρία». Όπως ανέφερε ο Άντης Περνάρης στη βιβλιοπαρουσίαση του έργου, ο ποιητής «οκτώ χρόνια ανάδευε μέσα στην ψυχή του τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τις ματωμένες εμπειρίες όσο που ζυμώθηκε το τραγούδι που μας δίνει σήμερα στην «Αγία Τηλλυρία». Ο Σπύρος Παπαγεωργίου, ως δημοσιογράφος της εφημερίδας Ελευθερία, ήταν εκεί στην Τηλλυρία κατά τη διάρκεια των γεγονότων. Η ποιητική του σύνθεση είναι πόνος ψυχής για το άδικο, μνημόσυνο για όσους χάθηκαν, μοιρολόι της μάνας και του πατέρα για το χαμένο παιδί, της γυναίκας για το χαμένο ταίρι της, πίκρα για την κατάντια της καμένης φύσης.
Στην Τηλλυρία δεν τραγουδάνε πια τα πεύκα
-μαύροι καμένοι σκελετοί, μορφές θανάτου -
τ' ακρωτηριασμένα και θεόγυμνα κλαδιά τους
την ηρεμία γρατσουνούν των ουρανών.
Δεν τραγουδάνε πια τα πεύκα,
ο αγέρας δεν βρίσκει τις βελονωτές χορδές
να πλέξει το μακρόσυρτο τραγούδι (σ.σ.55-56).

  ΑΝΤΡΕΑΣ ΚΟΥΝΙΟΣ
- από το: http://www.alfanews.com.cy/

Πέμπτη 7 Αυγούστου 2014

Εις μνήμη του Ποιητή Βύρων Λεοντάρη που έφυγε προχθές από τούτη τη ζωή...

της Εύας Μοδινού // *

leondaris«Τα λόγια που μιλώ μου κόβουνε τη γλώσσα
κάθε χειρονομία μου με σταυρώνει.
Ας το ξεκαθαρίσουμε λοιπόν.
Σ’ αυτή την εποχή της υπαρκτής ποίησης
ποιητής μιας ποίησης που δε μπορεί να υπάρξει
μόνο με τους νεκρούς μιλώ και γι’ αυτούς γράφω.
Μόνο αυτοί μπορούν να με διαβάσουν.»1

Ο Βύρων Λεοντάρης δεν παρηγορεί τον αναγνώστη ούτε αναπαύεται και ο ίδιος στην ποίησή του. Η παραμυθία που χαρίζει η χάρη της ποίησης έχει δώσει τη θέση της σε μια δίκοπη λεπίδα που διαπερνά τόσο τον ίδιο τον ποιητή όσο και το ποίημα. Κι αυτή τη δίκοπη λεπίδα νιώθει κι ο αναγνώστης επίσης να τον ανατέμνει σε κάθε στίχο φτάνοντας έως τον σκοπό και το αποτέλεσμα του ποιήματος. «Αλλά ποιός οιακίζει τον σκοπό και ποιος το αποτέλεσμα;»2
Ιδού λοιπόν ο ποιητής αντικρίζοντας το όριο ανάμεσα στη ζωή και στην ποίηση χωρίς περιστροφές και άμυνες. Εκεί όπου η σκέψη και ο λόγος έλκονται στο κέντρο τους από τη δύναμη της βαρύτητας, αφήνοντας το ποίημα σαν το μοναδικό χνάρι αυτής της εσώτατης συντριβής.
Λίγοι τολμούν ένα τέτοιο βάπτισμα πυρός, φέρνοντας στο φως την εικόνα τους χωρίς το είδωλό της. Οι περισσότεροι ενστικτωδώς αποφεύγουν τις επικίνδυνες εσωτερικές καταβάσεις και αποτολμούν τις ασφαλέστερες εξ αυτών (άλλωστε η εξωστρέφεια είναι και πιο επικοινωνιακή). Εκτός αν κάποιος είναι από τη φύση του εκστασιακός ποιητής οπότε «δεν τίθεται έξω από το χάσμα που χαίνει στην καρδιά του συμβάντος. Γητεύεται από το αίσθημα ιλίγγου εμπρός στην άβυσσό του, ρουφιέται απ’ αυτήν, γίνεται ο ίδιος η άβυσσος.»3
Ο Βύρων Λεοντάρης, κατά τη δική του μαρτυρία, υιοθετεί συνειδητά αυτήν ακριβώς την επιλογή: «Ανάγκη πάσα ν’ αγγίξουμε την αληθινή πληγή μας»4 και συγχρόνως μέσα από την ποίησή του θέτει το ερώτημα: ο ποιητικός λόγος μπορεί όχι μόνο να ψαύσει αλλά και να αποκρυσταλλώσει το οδυνηρό βίωμα της αληθινής πληγής;
Και ποια θα είναι η επιστροφή από μια τέτοια επώδυνη εξερεύνηση;
Ίσως η απάντηση σ’ αυτή την ερώτηση εξαρτάται από την αντοχή κάθε ποιητή στο βίωμα του τρόμου και του πόνου. Και δεν μιλώ για τους μικρούς φόβους που ξεπηδούν ως άμεσοι αμυντικοί μηχανισμοί σε δύσκολες ή απρόβλεπτες καταστάσεις ή για τους μικρούς πόνους που λειτουργούν σαν αιφνίδιοι κυματοθραύστες στην ορμή του θυμικού ή στην βεβαιότητα για μια αίσια έκβαση που αιφνίδια διαλύεται. Μιλώ για το μέγιστο τρόμο και πόνο που φτάνει έως τη ρίζα της ύπαρξης.
Όχι, η ποίηση δεν θεραπεύει ούτε το μεγάλο τρόμο ούτε το μεγάλο πόνο. Αντίθετα, κάποτε μπορεί να οδηγήσει το νυστέρι της τόσο βαθιά που γίνεται κι αυτή πόνος και τρόμος.
Ίσως γιατί «Το ποιητικό άλγος αρχίζει μαζί με την τελετουργία της έκφρασης. Ο πόνος μάς ανήκει εξ ολοκλήρου, η κραυγή μόνο εν μέρει – περισσότερο ανήκει στους άλλους που τη χρησιμοποιούν όπως θέλουν.»5
«Όμως τώρα το πρόβλημα ακριβώς είναι ότι κλαίμε λέξεις
και δεν κλαίμε δάκρυα
Ά, δάκρυα, που είστε δάκρυά μου…»6

Μα το κλάμα είναι εγκλωβισμένο μαζί με την κραυγή στα «έγκατα πετρώματα»7 και η ποίηση αν και φτάνει έως εκεί, για να γίνει λυτρωτική χειρονομία του πνεύματος πρέπει να πάρει από τη ζωή το κρίσιμο αντίβαρό της.
Όταν λοιπόν η ποίηση μπορεί να γίνει κι αυτή τρόμος και πόνος, τί μπορεί να προσφέρει σε ποιητές και αναγνώστες;
Σ’ αυτήν την περίπτωση η ποίηση μπορεί να γίνει ένας δρόμος που οδηγεί σ’ εκείνο το όριο εντός μας ανάμεσα στο ποίημα – τον καρπό- και την ποιητική έμπνευση – τη γενεσιουργό δύναμη- ωθώντας μας να διαπεράσουμε το όριο αυτό όπως περνάει κανείς ανάμεσα σε Συμπληγάδες (συνήθως χάνοντας το ένα του φτερό) ή να συντριβούμε πάνω του καθώς κλείνει με βία, πριν προφτάσουμε το στιγμιαίο ανοιγόκλεισμα.
Τόσο μεγάλο το ρίσκο και τόσο αβέβαιο το αποτέλεσμα, όμως «Το τέλος μας δεν είναι ούτε σκοπός ούτε αποτέλεσμα».8
Σ’ αυτήν την αγωνιώδη διαδρομή ανάμεσα στις Συμπληγάδες της ποιητικής πράξης, το πρόσωπο του ποιητή διασώζεται χωρίς την αντανάκλασή του σε κάποια ιδανική και γαλήνια επιφάνεια∙ χωρίς το είδωλό του.
Στο «Έως…» του Βύρωνα Λεοντάρη δεν ανιχνεύεται ούτε ένα στιγμιαίο είδωλο που θα μπορούσε να παρασύρει το βλέμμα έστω για λίγο έξω από τον ανελέητο καθρέφτη που στρέφει ο ποιητής πρώτα στον εαυτό του και κατ’ επέκταση στον αναγνώστη. Ο ποιητής αρνείται να χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε πλουμίδι, μεταμφίεση ή πρόσχημα για να εκτρέψει το βλέμμα από την αληθινή πληγή. Γιατί το πρόσωπο που πάσχει, όσο βιώνει εκ βαθέων το πάθημα και την οδύνη που επισύρει, δεν μπορεί να συνταυτιστεί με κανένα είδωλο.
«Δεν ήθελα χρησμούς κι οράματα, ζητούσα
άλλο πια να μην παρασταίνεται το δράμα. Να τελείται.
Να βγούν τα πρόσωπα από τη μορφή τους
να βγούν τα λόγια από τον ήχο τους με σάρκα και οστά
να’ ρθούν να μ’ ανταμώσουν…Και δεν ήρθαν.
Στο ψυχοχάρτι ήταν σβησμένο τ’ όνομά μου
Το φύλλο που έπεσε μπροστά μου… Το σήκωσα και το
ξανάδωσα στο δέντρο

Κι εκείνο δεν το πήρε»9
Ποιά είναι άραγε η απόσταση του ειδώλου από το πρόσωπο χωρίς την οδυνηρή επίγνωση και αποδοχή του ατελούς;
Το είδωλο είναι μια κατασκευασμένη εικόνα του νου, αυτάρεσκη κι εξουσιαστική, χωρίς αντίκρισμα στην αλήθεια του γίγνεσθαι. Το πρόσωπο είναι αυτό που μένει όταν όλες οι κατασκευασμένες εικόνες καταρρέουν. Και χωρίς τις αγαπημένες φαντασίες του νου, αυτό που αντικρίζει κανείς μπορεί να είναι έως και το βλέμμα της Γοργώς. Ο κόσμος μετά από αυτό δεν είναι ποτέ ίδιος. Ούτε και ο Χρόνος (ίσως γι’ αυτό μαρμαρώνουν όσοι αντικρίζουν ένα τέτοιο βλέμμα).
Και η Ποίηση;
Η ποίηση που ξεκινά από την επώδυνη γνώση των ίδιων της των ορίων του αμετουσίωτου και συγχρόνως από την επίγνωση της απόστασης ανάμεσα στο είδωλο και στο πρόσωπο, δεν σκεπάζει με ανθισμένα κλαριά το βάραθρο που ανοίγει στο νου και στην καρδιά του ποιητή. Δεν γιατρεύει τη διάψευση ή την απώλεια. Κι αυτό το γνωρίζει ο Βύρων Λεοντάρης.10 Γι’ αυτό και δεν θαμπώνεται ούτε εξυμνεί τη θαυμαστή της ιεροτελεστία, αλλά ανατέμνει τα μύχια των προθέσεων του ποιητή, αποκαλύπτοντας το παρασκήνιο της οδύνης του. Άλλωστε «όλη η αισθητική της προσωπικής ποίησης δεν είναι παρά στόλισμα και μοιρολόι του αγαπημένου νεκρού – μιας ζωής που αγαπήσαμε και που σκοτώσαμε…»11 Μοιραία η ποίηση που βαπτίζεται στην ανάγκη του ποιητή ν’ αγγίξει την αληθινή πληγή του, «από την ψυχική ευφορία που του χάρισε η κατάσταση έμπνευσης μεταπίπτει σε ποιητικό άλγος».12
Ο ποιητής πάσχει κι αναζητά τη λύτρωση από το ποιητικό άλγος. Στην κορύφωση της αγωνίας του αναπόφευκτα απευθύνεται στη συνείδησή του και στον Θεό, πασχίζοντας να κατανοήσει την ουσία της αγάπης που μπορεί να τον λυτρώσει χωρίς να του επιβάλλει την απόλυτη δύναμη μιας τέτοιας επιλογής.
«Δεν έχεις το δικαίωμα, φώναζα, το κρίμα το δικό μου
να σηκώνεις
Κι εσύ ανένδοτα σιωπούσες
Γιατί δικαιοσύνη δεν υπάρχει στην αγάπη
-ποιός αδικεί ποιός αδικείται
τί μας βαραίνει πιο πολύ
το κρίμα ή η αθωότητα

Η αγάπη δε μας δίνεται, μας παίρνει
κι όσοι αγαπούν αλύπητα αγαπούν
ρημάζουν και ρημάζονται

Κι όλα τα πήρες πάνω σου
το φταίξιμο την ενοχή και την ποινή μου
Δικαιοσύνη δεν υπάρχει στην αγάπη

Εντάξει, εσύ αναστήθηκες.
Εγώ όμως με σχεδία το σταυρό μου
θαλασσοδέρνομαι σε μαύρους ουρανούς»13

Επίμονα αναζητούμε τις απαντήσεις εκείνες που θα μας λυτρώσουν, ωστόσο δεν μας δίδονται. Ίσως γιατί όπως λέει ο Paul Valery μέσω του Σωκράτη: «δεν είμαι σε θέση να συνδέσω καθώς θα ταίριαζε μιαν ανάλυση με μιαν έκσταση» ή «Υπάρχει μεγαλύτερο μυστήριο από τη σαφήνεια;»14
Όμως η ανάγκη μας γι’ αυτές τις απαντήσεις είναι ισχυρή και κάποιες φορές η ανάγκη αυτή μας μαγνητίζει σ’ άγνωστα βάθη, εκεί όπου η ζωή και η τέχνη αποκαλύπτουν την αλήθεια τους πίσω από το θαμβωτικό περίβλημα της ομορφιάς. Μια αλήθεια χωρίς τη γοητεία του μύθου της, τυραννική, ίσως γιατί «Κι αν ακόμα χρειαστεί να κάνομε μια προσπάθεια αρκετά δύσκολη ενάντια στον εαυτό μας, πρέπει ν΄ απαλλαγούμε με κάποιον τρόπο από τις γοητείες της ζωής, κι από την άμεση απόλαυση. Ό,τι πιο ωραίο υπάρχει, είναι αναγκαστικά και τυραννικό».15
Γυμνή η ψυχή χωρίς το ένδυμα μιας αδιαπραγμάτευτης πίστης ή και μ’ αυτήν ακόμη «περίλυπη έως θανάτου»16αφού
«όπως κι αν μοιραστούμε τη μετάνοια δε θα γαληνέψουμε
Αφότου διασπάστηκε το χάος μάς ορίζει ο χωρισμός
(…)
Ωραία κορμιά και λυπημένα
ρωτούσατε αν πεθαίνουν οι ψυχές. Αυτές μόνο πεθαίνουν
Αγλάισμα για σας η λύπη
μα οι ψυχές λυπούνται έως θανάτου»17

Η αγωνία του ποιητή που δεν μπορεί να προσπεράσει το αμετάκλητο της απώλειας ή της αστοχίας και συγχρόνως δεν μπορεί να μετασχηματίσει το βίωμά του έτσι ώστε να χάσει το φαρμακερό κεντρί του, επιτείνεται στη διάρκεια του χρόνου. Κι αυτό γιατί ο ποιητής «δεν μπορεί να δεχθεί τον κόσμο ως σύμβαση. Παρά την αποστασιοποίησή του (ή σωστότερα τον αποδιωγμό του) απ’ αυτόν δεν παραιτείται ποτέ από το αίτημά του να τον ζήσει ως αμεσότητα κι ας συντριφτεί».18 Παράλληλα ο χρόνος συσσωρεύεται μέσα στο ποιητικό –κι όχι μόνο- άλγος, πυκνώνει, εκρήγνυται, καθώς δεν γίνεται παρόν ούτε και μέλλον. Μορφοποιείται τελικά μονάχα ως παρελθόν, σαν ένα χνάρι ανεξάλειπτο που συνεχώς βαθαίνει.
«Ο προστιθείς γνώσιν προσθέτει άλγημα»19 και όσο βιώνεται μια οριστική απώλεια, ο χρόνος δεν οδηγεί σε έξοδο μιας και το τέλος έχει ήδη συντελεστεί, αποσπώντας από το εν δυνάμει μέλλον τη λυτρωτική του δύναμη. Αφήνει ένα παρόν σερνάμενο, βαρύ από το φορτίο του τετελεσμένου. Είναι η επώδυνη υπόμνηση του ανεπίστρεπτου που εξοστρακίζει κάθε ελπιδοφόρα αίσθηση ότι η ζωή μπορεί ν’ αρχίσει εκ νέου και που συνθλίβει τελικά κάθε αίσθηση χρονικής ροής.
Ίσως το πανίσχυρο τετελεσμένο που έχει απολιθωθεί απορροφώντας το τώρα και το ύστερα να είναι ακριβώς αυτό:
«όλα όσα δε θέλησα να πράξω κι έπραξα
όλα όσα δε θέλησα να γίνω κι έγινα»20

ή το ανεξιχνίαστο ίζημα της ύπαρξης με το οποίο μάχεται η συνείδηση του κάθε ανθρώπου:
«όχι αυτό που ξέρω και δεν είμαι
μα αυτό που δεν το ξέρω κι είμαι»21

Κι αυτό ακριβώς το τετελεσμένο που είναι η αστοχία μας ή η άγνοιά μας, κρυσταλλώνει στο κέντρο της ύπαρξης ένα οδυνηρό βίωμα∙ ένα βίωμα που απονευρώνει την ψυχή. Σαν ένα όριο να ορθώνεται ανάμεσα στο εν δυνάμει του προσώπου και στην πραγματικότητα, όριο αμετακίνητο, πανίσχυρο, τόσο ώστε να χάνει το νόημά της η αποφασιστικότητα ή η γενναιότητα ν’ αναμετρηθεί κανείς μαζί του.
Ίσως γιατί όσοι διακατέχονται από τη μνήμη μιας κρίσιμης αστοχίας ή μιας οριστικής απώλειας, κουβαλούν αδιάλειπτα την τυραννία αυτής της μνήμης. Αν πρόκειται για αστοχία, ακόμη κι αν αναγνωρίσουν το σφάλμα τους, η απόσταση από την παραδοχή του λάθους μέχρι την έμπρακτη μεταστροφή, είναι μεγάλη. Γιατί η έμπρακτη μεταστροφή που προϋποθέτει αλλαγή εκ βαθέων (μετάνοια κατά τους αγίους πατέρες της εκκλησίας) προσκρούει στο γεγονός ότι δεν μπορεί κανείς να εξαλείψει το άδικο ή το άτοπο που έπραξε. Ή και το δίκαιο κατά το γράμμα κι όχι κατά το πνεύμα του νόμου (κι αυτό άδικο είναι). Κοντολογίς δεν μπορεί να πάρει πίσω τον πόνο που έδωσε.
«Μοιράζεται το φταίξιμο στο πάρε-δώσε των ανθρώπων
μα η λύπη είναι του καθενός, λύπη του άλλου∙
ο πόνος που δώσαμε πίσω δεν παίρνεται.»22

Αυτή η λύπη και ο πόνος είναι ένα βίωμα διαρκές, επαναλαμβανόμενο, σαν μια φωτιά που πρέπει πάση θυσία να τιθασεύσουμε αφού «Εάν η φωτιά πέσει σε λήθαργο ή αν ξεφύγει από τα όρια το αποτέλεσμα είναι καταστροφικό…»23
Πώς θα κατορθώσει αυτός που φθάνει μπροστά σ’ αυτόν τον τετελεσμένο, αμετακίνητο πόνο να προχωρήσει πέρα από εκεί; Πώς θα μπορέσει να ζυμωθεί μέσα από την αστοχία και την απώλεια χωρίς να καθηλωθεί ή να καταστραφεί; Να αποκτήσει δηλαδή μια τέτοια δυναμική αλλαγής εκ των έσω έτσι ώστε ούτε να ξεφύγει από τα όρια και να καταστραφεί ούτε να πέσει σε λήθαργο και να καθηλωθεί.
Δεμένοι στη ροή ενός χρόνου ανεπίστρεπτου πασχίζουμε να τιθασεύσουμε την ορμή της ζωής και μαζί τη φωτιά του πόνου που δώσαμε (η φωτιά του πόνου που πήραμε δεν τυραννά τη συνείδηση μιας και δεν συνοδεύεται από ενοχή). Κάποτε ίσως να αποκτούμε σοφία και πείρα, ωστόσο και τότε ακόμη δεν μπορούμε πια ν’ ανακαλέσουμε το χρόνο μας και να επαναλάβουμε διαφορετικά έστω και μια στιγμή της ζωής μας.
Αιώνια λύπη σαν «κλάμα αδάκρυστο τα μάτια μας ραγίζει»24 και το καθρέφτισμά μας στα έγκατα της σιωπής πικρό, καθώς αντικρίζουμε το ατελές των προθέσεων, της ζωής και του προσώπου μας μέσα στα ερμητικά σφραγισμένα πλέον πεπραγμένα μας.
Και πρέπει να ζήσουμε από εκεί και πέρα χωρίς τις εν δυνάμει εικόνες μας, χωρίς τις αυταπάτες για τον άνθρωπο που νομίζαμε ότι ήμασταν.
Ο ποιητής μιλά εκ βαθέων για την οδύνη αυτής της επίγνωσης –και κατ’ επέκταση όποιος επιδιώκει την αυτογνωσία έρχεται αντιμέτωπος μ’ αυτήν ακριβώς την οδυνηρή επίγνωση.
«Και δε μιλώ για τύψεις.
Αυτές λίγο-πολύ όλους μας βολεύουν
είναι κρυφές οι τύψεις δεν εκτίθενται και
δεν σε εκθέτουν
δε σου στερούν υπόληψη κι αυτοεκτίμηση
μυθοποιούν τα κρίματά σου και τα παρασταίνουν
μέσα σου περίτεχνα
με νέες πάντα ερμηνείες και εκδοχές
και στο άλλοθι του θεατή του εαυτού σου
νιώθεις σιγά-σιγά να γίνεται η συγκίνησή σου
αισθητική
εν τέλει μια ποιητική του ήθους
-κι αν σε τρελαίνουν κάποτε σε ξαγοράρη πήγαινε…-

Ντροπή ξέρεις τί είναι κι ένιωσες ποτέ σου;
(…)
Ντροπή ν’ ανοίγει να σε καταπιεί η γη
ντροπή
που έζησες
στον κόσμο ετούτον»25

Καιόμενοι μέσα στη φωτιά του τετελεσμένου πορευόμαστε στο μυστήριο του κόσμου και στο μυστήριο του εαυτού μας. Και μέσα στη σκληρή κηδεμονία του χρόνου βιώνουμε την ύπαρξή μας: «ως δι’ εσόπτρου εν αινίγματι».26
Εκεί όπου «Ο χρόνος, χώρος των πόνων, βαραίνει πάνω στις καρδιές».27
Μονάχα οι νεκροί βρίσκονται έξω από την κηδεμονία του χρόνου γιατί τα πεπραγμένα της ζωής τους έχουν πλέον σφραγιστεί. Άλλωστε λέμε «οι νεκροί δεδικαίωνται» όχι γιατί οι πράξεις τους παραγράφονται μετά το θάνατο και δεν τους ακολουθούν αλλά γιατί οι ψυχές τους μπορούν ν’ απαλλαγούν μέσα από το έλεος όσων υπέστησαν το διχασμό των προθέσεών τους και το άδικο των έργων τους. Ωστόσο εμείς που ζούμε ακόμη δεμένοι στο χωρόχρονό μας, συντριβόμαστε καθημερινά ώσπου ο χρόνος να γίνει «χώρος των πόνων». Και ιδιαίτερα ο χρόνος του ποιητή που ανασκάπτει την αληθινή πληγή του. Ίσως γιατί αυτός που ανασκάπτει την αληθινή πληγή του δεν μπορεί να βιώσει το χρόνο σαν μια ενότητα μέσω της ροής: παρελθόν – παρόν – μέλλον. Η αληθινή πληγή έχει το δικό της χρόνο που σπάνια συμπίπτει με το ρυθμό της πραγματικής ζωής. Αντί αυτής της ενότητας ο πάσχων άνθρωπος -όπως και ο ποιητής που αγγίζει την αληθινή πληγή του- συνθέτει ένα μωσαϊκό βιωμάτων που ποτέ δεν αφομοιώνονται ολοκληρωτικά, διασπώντας την αίσθηση και μαζί τη διακαή ανάγκη της πληρότητας.
Χωρίς να το συνειδητοποιούμε γινόμαστε συλλέκτες θραυσμάτων του χρόνου. Έτσι προσπαθούμε να συμπληρώσουμε το πάζλ της ζωής μας γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι πάντα κάποιες πολύτιμες κι αναντικατάστατες ψηφίδες είτε θα λείπουν –αυτές που σπαταλήσαμε ανούσια- είτε θα φέρουν το τρομερό βάρος της αστοχίας μας, το τετελεσμένο των λαθών μας.
«Δεν είναι ο Χρόνος φθονερός κι εχθρός των έργων
αλλά η Στιγμή η αντίχρονη
αυτό το εκπεσόν απ’ την αιωνιότητα στοιχειό»28

Άραγε μπορούμε να συγκροτήσουμε το Πρόσωπό μας μέσα από αυτό το ελλιπές μωσαϊκό στιγμών;
Αν γυρίσουμε το βλέμμα μας στη φύση θα δούμε πως «στη δουλειά της η πλάση δεν ξεχωρίζει τις λεπτομέρειες από το σύνολο∙ αυξαίνει σύγκαιρα σε όλα της τα μέρη, παίρνοντας αφετηρία τον εαυτό της…»29. Σε αντίθεση με τη φυσική δημιουργία, οι δικές μας κατασκευές είναι συχνά χωριστές από τις θεμελιακές τους αρχές και μοιάζουν «σαν να επιβάλονται στο υλικό από έναν τύραννο ξένο, που του τις κοινοποιεί με πράξεις»30. Έτσι συνθέτουμε την εικόνα μας ή το πρόσωπό μας (μακάρι να συνειδητοποιούμε πότε και πώς διαχωρίζονται) αποκομίζοντας και μεταπλάθοντας γνώσεις και εμπειρίες με ταχύτητα, βεβαιώνοντας τον εαυτό μας ότι είναι αναπόσπαστο κομμάτι μας. Πόσο όμως μάς ανήκουν τελικά;
Αν αυτή η μετάπλασή μας δεν προϋποθέτει την έμπρακτη αφομοίωση – ασύγκριτα πιο επίπονη διεργασία από τους καλοπροαίρετους ή μη δανεισμούς μας- τότε τίποτα δεν μας ανήκει τελικά κι ίσως γι’ αυτό δεν μπορούμε να παρηγορηθούμε από την πολύτιμη συλλογή στιγμών που είναι η ζωή μας.
«Την αμαρτία της δημιουργίας έτσι πληρώνουμε
που ό,τι δωρεάν μας δόθηκε
παλεύουμε να το κρατήσουμε για έργο δικό μας
- τί αντιζηλίες, τί καυχήσεις, τί φιλοδοξίες…
Και τώρα ιδού. Τί μας ανήκει από τη δωρεά της τέχνης,
ποιό δικό μας, ποιό των άλλων;

Φύγετε οι παρηγορητές, οι τεχνοκρίτες και οι
συντηρητές
και μην παιδεύεστε σε ανόσιες πράξεις
παίζοντας πάζλ με τα κομμάτια της ψυχής μας.
Δεν ξεδιαλέγονται, δεν ανορθούνται τα κατερραγμένα.
Αντίγραφα και καρτ-ποστάλ θα μείνουμε.
Πάρτε όμως ένα θρύψαλό μας
κρατήστε το
μ’ αυτό κρυφά να μας θυμάστε»31

Ο Βύρων Λεοντάρης αντικρίζοντας το κατερραγμένο πρόσωπο του ποιητή που φόρεσε τα θαυμαστά φτερά της Ποίησης και ταξίδεψε έως τα αφανή όρια του αμετουσίωτου, δεν συμβιβάζεται με τις παρηγορητικές γάζες της έμπνευσής του ή με το ελιξίριο της τέχνης του. Και όπως ήδη είπαμε εξ αρχής δεν ήταν η επιλογή του να παρηγορήσει ή να παρηγορηθεί μέσω της Ποίησης. Άλλωστε η αλήθεια που ανακάλυψε σ’ αυτό του το ταξίδι -όπως και τις περισσότερες φορές- δεν παρηγορεί. Η αλήθεια μπορεί να ελευθερώνει αλλά σπανίως απαλλάσσει από το άλγος της γνώσης.
Ο ποιητής επιλέγοντας το δύσβατο μονοπάτι του δραματικού στοχασμού αφήνει πίσω του μελωδικές ή καλλίφωνες εκφορές, πυκνώνοντας οριακά το λόγο τόσο ώστε να μην υπάρχει ούτε μια λέξη που θα μπορούσε να λείπει χωρίς να διαταραχθεί η ισορροπία του ποιήματος. Σπάνιες είναι οι στιγμές που η αυστηρή δομή των ποιημάτων εγκολπώνεται ένθετα στοιχεία με έντονο ρυθμικό απόηχο, σαν γέφυρες ανάμεσα στις ηλικίες της γλώσσας μα κι αυτά ακόμη τα χειρίζεται έτσι ώστε να ενταθεί το αδιέξοδο και το δράμα.32
Ο Βύρων Λεοντάρης φέροντας το τραύμα μιας γενιάς που είδε όχι μόνο το όραμά της για μια δικαιότερη κοινωνία να καταρρέει αλλά στην κατάρρευσή του να συμπαρασύρει και πλήθος άλλα σκηνικά ελπίδων του μελλοντικού κόσμου, δεν συμβιβάζεται με ανώδυνους απολογισμούς.
Εμμένοντας στην ηθική διάσταση της αποτυχίας και της απώλειας, αναζητά τα αίτια εκεί όπου συνήθως υπάρχουν και κρύβονται επιμελώς: στον έσω άνθρωπο. Διατηρώντας την έντιμη στάση εκείνου που δεν αποποιείται τις ευθύνες του, αλλά αντίθετα «τα παίρνει όλα πάνω του» -κι αυτή είναι η στάση όσων πιστεύουν στην ανεξιχνίαστη δικαιοσύνη της αγάπης- δεν εφησυχάζει με επιφανειακές θεραπείες της ήττας ή του πόνου. Κοιτάζει το πρόσωπο της εποχής του και μαζί το δικό του πρόσωπο χωρίς το εξιδανικευμένο του είδωλο. Κοιτάζει εκεί όπου τα αφανή όρια της ποίησης και της ζωής τήκονται αφήνοντας ένα πικρό κράμα είτε ανεκπλήρωτης ζωής είτε αμετουσίωτης ποίησης.
Χωρίς να το επιδιώκει, στη δραματική αυτή ανατομία που επιχειρεί, διατρέχει και την εποχή μας, ιδιαίτερα τώρα που καταρρέουν η μια μετά την άλλη οι παραμυθητικές αυταπάτες μας. Τώρα που γκρεμίζονται οι βολικές μας ιδέες ή ιδεοληψίες, τώρα που πέφτουν από τα βάθρα τους τα είδωλα που λατρέψαμε, μας προτρέπει μέσα από την ποίησή του ν’ αναζητήσουμε κι εμείς την αλήθεια, που θα μας ελευθερώσει από τα συντρίμμια του κόσμου μας.

 _______________
1 Βύρων Λεοντάρης «Έως…» Εκδόσεις Νεφέλη
2 ό.π.
3 Η Αγωνία του Αμετουσίωτου / (Βύρων Λεοντάρης – Κείμενα για την Ποίηση, Εκδ. Νεφέλη, 2001)
4 Η Ποίηση της προσωπικής ενοχής (Βύρων Λεοντάρης – Κείμενα για την Ποίηση)
5 ό.π.
6 Βύρων Λεοντάρης «Έως…» 
7 ό.π.
8 ό.π.
9 ό.π.
10 «η προσωπική ποίηση υπάρχει και επιβεβαιώνεται σαν έκφραση αισθημάτων οδύνης κι όχι χαράς». Η Ποίηση της προσωπικής ενοχής (Βύρων Λεοντάρης – Κείμενα για την Ποίηση)
11 ο.π.
12 ό.π.
13 Βύρων Λεοντάρης «Έως…» 
14 Paul Valery, «Ευπαλίνος ή ο Αρχιτέκτων», Εκδόσεις Άγρα
15 ό.π.
16 «περίλυπος έστιν η ψυχή μου έως θανάτου» (Ευαγγέλιο κατά Μάρκον)
17 Βύρων Λεοντάρης «Έως…» 
18 Ποιητική πίστη και απιστία (Βύρων Λεοντάρης – Κείμενα για την Ποίηση)
19 Εκκλησιαστής (Παλαιά Διαθήκη)
20 Βύρων Λεοντάρης «Έως…» 
21 ό.π. 
22 ό.π.
23 Paul Valery, «Έργα πάνω στην τέχνη»
24 Βύρων Λεοντάρης «Έως…» 
25 ό.π.
26 Επιστολή Απ. Παύλου, Α΄ προς Κορινθίους
27 Gaston Bachelard «Η Ψυχανάλυση της Φωτιάς», Εκδόσεις Ερατώ
28 Βύρων Λεοντάρης «Έως…»
29 Paul Valery, «Ευπαλίνος ή ο Αρχιτέκτων»
30 ό.π.
31 Βύρων Λεοντάρης «Έως…»
32 «Ας με ονειδίσουν
όσοι προσβλέπουν στο αποτέλεσμα
(…)
Αλλά εσύ γενιά του αιώνα
(…)
Περίτρομη τον τρόμο σου τραγούδα
σε γήπεδα πλατείες και στρατόπεδα
με λίθο μυλικό περί τον τράχηλό σου
λάβε κιθάραν, ρέμβευσον… καλώς κιθάρισον,
πολλά άσον
ίνα σου μνεία γένηται.»
 ______________
*από το:

Τετάρτη 23 Ιουλίου 2014

Σωτήρη Τσόγκα «Των Ονείρων, των Ερώτων, της Μοναξιάς και του Θανάτου, Τα Ποιήματα»

  ΠΟΙΗΣΗ...............    


Σωτήρη Τσόγκα 
«Των Ονείρων, των Ερώτων, 
της Μοναξιάς και του Θανάτου, 
Τα Ποιήματα», 
Αθήνα, 2013

του Φίλιππου Νικολόπουλου
Α/τή Καθηγητή Κοινωνιολογίας 
Παν. Ινδιανάπολης , 
Μέλους της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών 

Μια έντονη υπαρξιστική διάσταση αναδύεται απ’ την τελευταία ποιητική συλλογή με τον τίτλο «των Ονείρων, των Ερώτων, της Μοναξιάς και του Θανάτου, τα Ποιήματα» του γνωστού σκηνοθέτη και ηθοποιού Σωτήρη Τσόγκα. Πολλά τα αισθήματα και οι υπαρξιακές καταστάσεις που εκφράζονται ποιητικά, αλλά όλο αυτό το βιωματικό πολύπτυχο κινείται κυρίως ανάμεσα στους πόλους της αναζήτησης μιας αυθεντικής ζωής, της απουσίας μιας κοινωνίας που θα μπορούσε να γεμίσει ανθρώπους καμωμένους για «μεγάλες συναντήσεις», της προσπάθειας για ερωτική λύτρωση, της σχεδόν αναπόφευκτης μοναξιάς και του θανάτου.
Η αίσθηση πικρών βιωμάτων και μιας ομολογημένης πορείας μέσα σε πεδία μοναξιάς είναι φανερή. Ωστόσο πρόκειται για μια αίσθηση που παντρεύεται μ’έναν άνεμο ελευθερίας και περηφάνιας, («…Νυν και αεί Ελεύθεροι»), μια αίσθηση που τελικά καταφάσκει στη δυναμική της ζωής και δεν αίρει την ανθοφορία του έρωτα. Τα ξέφωτα του έρωτα και άλλες λυρικές ποιητικές κορυφώσεις συμπληρώνουν αυτόνομα το αίσθημα της πικρίας που δικαιολογημένα κατακλύζει τον ποιητή από άλλες «απουσίες» («Πέραν του Καλού», «Τι κι’ άν» κ.ά.), από έκδηλα στοιχεία κοινωνικής παρακμής («…διασχίζοντας την θορυβώδη, βάρβαρη και σιχαμερή εποχή μας…) και οδυνηρές προσωπικές εμπειρίες.
Τα πλούσια ανθρώπινα αισθήματα κι η ευαισθησία απέναντι στον πόνο και την αδικία, όσο κι αν βάλλονται, δεν οδηγούνται στον δρόμο της «παραίτησης», αλλά επιμένουν, μετασχηματισμένα σε φιλοσοφημένη διάθεση, σε «ελεήμονα» συμπάθεια χωρίς προσκολλήσεις, σε πλούσιες αναφορές αξιοπρέπειας, μεγαλοψυχίας και καλοσύνης και σε επίμονα όνειρα μιας κοινωνίας ελεύθερης, δίκαιης, ειρηνικής («Νέα Διαθήκη»). Το υποκειμενικό βιωματικό στοιχείο (αρνητικό ή θετικό) δεν κυριαρχεί αποκλειστικά, αλλά διαπλέκεται σαφώς με πλούσιες κοινωνικές αναφορές, που περιέχουν όχι μόνο τη διάσταση της δίκαιης αγανάκτησης αλλά και όραμα αναγέννησης και κοινωνικής επαναθεμελίωσης. («Η Μπαλάντα της Προσφυγιάς», «Ιστορίες Ένδοξων Φονιάδων» «Εξουσία Μήτηρ Πάσης Κακίας», «Ζωντανοί Νεκροί», «Ονειρεύομαι», «Νέα Διαθήκη» κ.α.). Έτσι στο εκκρεμές ανάμεσα στο απομονωμένο ατομικό βίωμα και στο αγκάλιασμα του κοινωνικού το δεύτερο μάλλον κερδίζει έδαφος (ή τουλάχιστον έτσι το ερμηνεύει ο υποφαινόμενος).
Βέβαια σε πολλά ποιήματα η θανατοκεντρική ροπή είναι φανερή ενώ σε άλλα υποδηλώνεται («Του Ονείρου, του Έρωτα και του Θανάτου», «Ορειβατώ Βεβαρυμένος», «Αιώνιος Γάμος», «Όμορφος Θάνατος», «Έθιμα Θανάτου», κ.α.). Και μια τέτοια ροπή μπορεί να θεωρηθεί σαφής ένδειξη απαισιοδοξίας ή καταθλιπτικών αδιεξόδων. Το πνεύμα της άρνησης της ζωής, λοιπόν, τελικά επικυριαρχεί; Δεν θ’ απαντούσα θετικά στο ερώτημα, αν λάβω υπόψη μου αυτό που εξαρχής τόνισα στην κριτική μου, δηλ. την «υπαρξιστική» διάσταση, διάσταση με την οποία πλαισιώνεται και το στοιχείο του θανάτου, όπως και το ότι η αναφορά σ’ αυτόν γίνεται και μ’ ένα πνεύμα λεβεντιάς («Θέλω να πεθάνω/ανεξάρτητος, αυτόνομος, αγέρωχος/ΜΟΝΟΣ/… Ατρόμητος, χωρίς παρελθόν, χωρίς μέλλον…),πανθεϊστικής και αναγεννησιακής διάθεσης («Όταν Ξαναγεννηθώ», «Το Όνειρο της Ζωής και του Θανάτου») και άφατης υπαρξιακής ωρίμανσης(«Ορειβατώ Βεβαρυμένος»). Στο πλατύ υπαρξιακό τόξο ο θάνατος οράται όχι ακριβώς ως εχθρός της ζωής αλλά ως συμπλήρωμα της, ως ορίζουσα ωριμότητάς της.
Ο Σ.Τ. υιοθετεί σύγχρονη ποιητική γραφή ελεύθερου στίχου, αλλά μη παραμελώντας την αισθητική της γραφής με προσεκτικά επιλεγμένες λέξεις και με σφιχτή δομή στίχου.
Τελειώνοντας θα ήθελα να παρατηρήσω ότι στο τελικό μήνυμα του ο ποιητής αφήνει οπωσδήποτε «ένα παράθυρο ανοικτό» στην κατάφαση του υπαρξιακού γίγνεσθαι, πέρα απ’ τις βαθειές απογοητεύσεις και την οργή που αισθάνεται απ’ τους εξουσιαστές και τους τυράννους… «τους υπηρέτες του χρυσίου και τα αργυρώνητα ερπετά…». Αλλά πρόκειται για μια κατάφαση που μπορείς να την αισθανθείς μόνο με ανοικτές φτερούγες και με καρδιά που διαχέεται στη «μεταμόρφωση του φωτός» και στον θείο έρωτα της «Σταύρωσης με την Ανάσταση». Το ισχυρό του μήνυμα ξεπηδά «απ’ τις συσσωρευμένες στάχτες των εμπειριών του» και πορεύεται μαζί με τον «Νυμφίο/που έρχεται απύρετος/από τα ζέοντα σπλάχνα/της μητέρας γης».

____________
* Προδημοσίευση από την εφημερίδα "Αρκαδικό Βήμα" Ιούλιος 2014, αρ. φ. 256

Κυριακή 2 Μαρτίου 2014

βιβλιο-παρουσίαση on-line: ΦΑΝΗ ΠΑΝΤΑΖΗ "ΤΟ ΑΓΓΙΓΜΑ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ" κυκλοφόρησε...

βιβλιο-παρουσίαση on-line: ΦΑΝΗ ΠΑΝΤΑΖΗ "ΤΟ ΑΓΓΙΓΜΑ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ" κυκλοφόρησε...:      ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ "ΤΟ ΑΓΓΙΓΜΑ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ" της ΦΑΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΗ Μυθιστόρημα Σελίδες : 544, Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ...



Η Φανή Πανταζή στο Παγκράτι

Το Bιβλιοπωλείο ΤΟ ΘΕΜΑ 
(Φιλολάου 62 & Εκφαντίδου, Παγκράτι, τηλ.: 210 7569400) 
και οι Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ 
σας προσκαλούν στην παρουσίαση του νέου βιβλίου
 της Φανής Πανταζή, στον χώρο του βιβλιοπωλείου.
 Η συγγραφέας θα συνομιλήσει με τους αναγνώστες 
          και θα υπογράψει αντίτυπα του βιβλίου της.

Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2014

Λουκάς Καστανάκης - "Παιδιά καλών οικογενειών" Διηγήματα από τις εκδόσεις Αίολος, σελ. 360.

 Νεοελληνική πεζογραφία - Διήγηματα 
Από τις εκδόσεις Αίολος, σελ. 360.

Τι ετοιμάζουν στην πατρίδα οι τάχατες μορφωμένοι πολιτικοί δίχως αυτή να υποψιάζεται τίποτε; - περιμένοντας μάλιστα το λυτρωμό της απ' αυτή τη χαλασμένη πάστα! Κι όχι μόνο αυτό, αλλά και το χειρότερο, να της έχουν επιβάλει και μιαν άλλη πρόληψη, την πιο θανάσιμη κι αγράμματη, πως ο λυτρωμός δεν μπορεί να 'ρθει, τάχατες, από τους απλούς ανθρώπους, που δεν εσπούδασαν πολιτικά, που δε διδάχτηκαν την τέχνη του δυνάστη, του δημοκόπου, του εκμεταλλευτή...
Το "Παιδιά καλών οικογενειών" είναι μια σειρά ανέκδοτων μέχρι σήμερα διηγημάτων του Λουκά Καστανάκη, γραμμένων από το 1942 ως το 1956. Ο συγγραφέας αναπαριστά γλαφυρά την εποχή του, από τα τέλη του 19ου μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα, τους τόπους που έζησε, από την προεπαναστατική Ρωσία, την Κωνσταντινούπολη, το Παρίσι, το Βερολίνο ως τους τόπους εξορίας του στην Ελλάδα, καθώς και τους ανθρώπους που γνώρισε σ' όλη την οδύσσεια της ζωής του, εστιάζοντας στα πάθη τους, στις αγωνίες και τα βάσανά τους, στις αξίες και τις ελπίδες τους... Καυστικός, με χιούμορ, αισιόδοξος, ο "κοσμοπολίτης" Καστανάκης γράφει "επίκαιρα" διηγήματα, με χαραχτήρες που θυμίζουν τους σημερινούς, στηλιτεύοντας ό,τι ταλαιπωρεί τον Έλληνα αιώνες τώρα.
Την επιμέλεια αλλά και τον πρόλογο (ακολουθεί παρακάτω) έκανε με ιδιαίτερη φροντίδα και αγάπη ο Γιώργος Καραντώνης.

1948. Ο Λουκάς Καστανάκης, εξόριστος στην Ικαρία, 
με τη σύζυγό του Μίλη.

Τις τελευταίες δεκαετίες βρισκόμαστε μπροστά σε μια λογοτεχνική αναβίωση του παρελθόντος: Έχουμε την άνθηση αφ’ ενός των ιστορικών μυθιστορημάτων, μυθιστορημάτων, δηλαδή, με ήρωες πραγματικά ιστορικά πρόσωπα του παρελθόντος, αφ’ ετέρου μυθιστορημάτων που η δράση τους εξελίσσεται σε διάφορες περασμένες χρονικά περιόδους, με πρωταγωνιστές φανταστικά πρόσωπα, που δρουν είτε στην Ελλάδα είτε στο εξωτερικό. Αυτή η τάση φυγής από τη σύγχρονη εποχή επιδέχεται πολλές ερμηνείες, που φυσικά δεν μπορώ να επιχειρήσω εδώ. Θα σημειώσω μόνο ότι πολλά από αυτά τα έργα «θαμπώνουν» τον αναγνώστη με ονομασίες, τοποθεσίες, ήθη και έθιμα περασμένων εποχών που δεν μπορεί να ελέγξει, ενώ δε λείπουν αρκετές ιστορικές ανακρίβειες, που εγώ ο ίδιος έχω εντοπίσει σε κάποια απ’ αυτά.
Στην ίδια, ουσιαστικά, κατεύθυνση κινούνται αρκετά σύγχρονα λογοτεχνικά έργα, που το σκηνικό τους βρίσκεται στη σημερινή εποχή αλλά σε χώρες του εξωτερικού, με ξένους ήρωες σε κάποια από αυτά. Συχνά οι συγγραφείς των σχετικών μυθιστορημάτων ή διηγημάτων έχουν μια επιφανειακή σχέση με τις χώρες της πλοκής των έργων τους, μια σύντομη παραμονή σε αυτές, πράγμα όμως που δεν τους εμποδίζει να γεμίζουν τις σελίδες τους με περιγραφές και ονόματα τόπων, οδών, πλατειών, λεωφόρων, θεάτρων, κινηματογράφων, μπαρ, καμπαρέ, γκαλερί και ό,τι άλλου χωρά ο νους σας. Έχουμε και εδώ μια τάση φυγής, όχι χρονική αλλά τοπική, όχι προς το παρελθόν αλλά προς το εξωτερικό, με τον αντίστοιχο εντυπωσιασμό του αναγνώστη με μια δήθεν πληροφόρησή του και με έναν «χωριάτικο» κοσμοπολιτισμό, πασπαλισμένο με πολλές ξένες λέξεις και ξενικές εκφράσεις. Εννοείται πως είναι συνηθισμένο φαινόμενο η διπλή «απόδραση» στο χρόνο και στο χώρο, στο παρελθόν και στο εξωτερικό. Όλα αυτά έχουν ενδιαφέρον όχι μόνο λογοτεχνικό, αλλά επίσης κοινωνιολογικό, ψυχολογικό κλπ., ενώ οι παραπάνω παρατηρήσεις μου δεν εξετάζουν τη λογοτεχνική αξία ή απαξία των σχετικών έργων.
Φαινομενικά τα διηγήματα που περιλαμβάνονται στον παρόντα τόμο ανήκουν στις προαναφερόμενες κατηγορίες, αφού αναφέρονται σε περασμένες εποχές, από τα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα ως τη μέση του εικοστού, ενώ η πλοκή τους τοποθετείται στα περισσότερα έξω από τον ελλαδικό χώρο.
Όμως έχουν δύο θεμελιώδεις διαφορές: Είναι γραμμένα στην περίοδο 1942-1956, αλλά παρέμειναν ανέκδοτα ως σήμερα, αποτελούν δηλαδή μια φωνή από το παρελθόν που μιλά ακριβώς για το παρελθόν που περιγράφουν και – κυρίως – είναι γραμμένα από έναν άνθρωπο που έζησε και έδρασε για το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα της ζωής του στους τόπους που περιγράφει: στην Κωνσταντινούπολη, όπου γεννήθηκε και πέρασε τα παιδικά και τα εφηβικά του χρόνια, στον Καύκασο, στο Παρίσι, στο Βερολίνο, μέρη όπου είχε πολύχρονη παραμονή και πολυποίκιλη δράση, πριν καταλήξει και εγκατασταθεί μόνιμα στην Αθήνα, όπου έζησε τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια της ζωής του, με εξαίρεση, βέβαια, την τετραετή περίπου περίοδο της εξορίας του σε διάφορα «τουριστικά» νησιά.

Στην πλατεία Δεξαμενής στο Κολωνάκι, 
το Μάιο του 1953.
Μίλη Καστανάκη, Ευρυδίκη Καραντώνη, 
Λουκάς Καστανάκης και Γιώργος Καραντώνης (έξι ετών).

Από όλα τα μέρη και τους πάμπολλους ανθρώπους που γνώρισε στη διάρκεια της ζωής του, ο συγγραφέας αντλεί το πολυποίκιλο υλικό του και καταγράφει καταστάσεις αληθινές και πολύ οικείες του, δίνοντας μια γλαφυρή αναπαράσταση, ιδιαίτερα του Eλληνισμού της διασποράς. Αντίθετα, μάλιστα, απ’ ό,τι γράφεται συνήθως σε πολλά βιβλία, τα πρόσωπα των διηγημάτων του είναι υπαρκτά – αν και αναγράφονται με ψευδώνυμο – και καμιά τυχαία σύμπτωση δεν υπάρχει με πρόσωπα και γεγονότα εκείνης της εποχής, πράγμα που φαίνεται και από το ότι αρκετά πρόσωπα και κάποια περιστατικά είναι κοινά σε μερικά διηγήματα. Ο ίδιος ο συγγραφέας είχε γνωρίσει πολύ καλά, από τα μέσα, όλα αυτά τα «παιδιά καλών οικογενειών», τους στενούς συγγενείς πρωθυπουργών και υπουργών, τους βιομήχανους, τους έμπορους, τους πολιτικούς, τους ξεπεσμένους πρίγκιπες, τους ψευτοαριστοκράτες, τους διανοούμενους, τους ψευτοδιανοούμενους, τους «κοτσαμπάσηδες στα γράμματα και στην πολιτική». Ο ίδιος είναι ο Καπετανάκης στα «Παιδιά καλών οικογενειών» και η Καπετανάκη η σύζυγός του Μίλη, ο Πέτρος στην «Απαγωγή» κ.ο.κ. Όλα τα διηγήματα είναι κομμάτια από την πολυτάραχη και περιπετειώδη ζωή του, μια πραγματική «Οδύσσεια», όπως πετυχημένα τιτλοφορείται ένα ημιτελές – δυστυχώς – μυθιστορηματικό χρονικό της ζωής του και της ζωής άλλων γνωστών του ατόμων, που δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει και που παραμένει ανέκδοτο, όπως ανέκδοτα παραμένουν λίγα επί πλέον διηγήματά του που τα άφησε σε μια πρώτη γραφή, οπότε δεν κρίθηκε σκόπιμο να συμπεριληφθούν εδώ.
Τα δημοσιευόμενα εδώ διηγήματα έχουν γραφτεί, όπως προαναφέρθηκε, μεταξύ 1942 και 1956. Όπου υπήρχε ακριβής χρονολογία αναγράφτηκε. Στο τελευταίο, «Θάλαμος αριθμός 410», σημειώθηκε από μένα το έτος 1956· γράφτηκε τους τελευταίους μήνες της ζωής του συγγραφέα και, παρά τη σχετική αυτοτέλειά του, δεν ολοκληρώθηκε ουσιαστικά αφού ο θάνατός του δεν το επέτρεψε. Αναφέρεται στο θάλαμο 410 του νοσοκομείου «Ευαγγελισμός», όπου ο Λουκάς Καστανάκης πέρασε το χειμώνα του 1955-1956. Το Μάρτιο του 1956 βγήκε από τον «Ευαγγελισμό», έμεινε περίπου τρεις μήνες στο σπίτι του, αλλά η κατάσταση της υγείας του χειροτέρεψε και μπήκε στο δημοτικό νοσοκομείο «Η Ελπίς», όπου και πέθανε σε λίγες μέρες, στις 26 Ιουνίου, και κηδεύτηκε την επομένη (πέθανε από νεόπλασμα του ουροποιητικού συστήματος).
Άρχισα τη βιογραφία του συγγραφέα από το τέλος, από το θάνατό του. Ας πάρουμε λοιπόν τα πράγματα από την αρχή. Ο Λουκάς Καστανάκης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη την 30ή Δεκεμβρίου 1890. Ήταν ο πρωτότοκος από τα τρία παιδιά του Αντώνη Καστανάκη και της Ευρυδίκης Παππαδοπούλου. Ο δεύτερος γιος Μανόλης γεννήθηκε το 1892 και ο τρίτος γιος της οικογένειας, ο γνωστός πεζογράφος Θράσος Καστανάκης, το 1901. Ήταν πρώτος εξάδελφος του ζωγράφου και σκιτσογράφου Νίκου Καστανάκη. Στην Κωνσταντινούπολη τέλειωσε το φημισμένο «Ζωγράφειο» γυμνάσιο και το 1909 πήγε στον Καύκασο, όπου παρέμεινε ως το 1920. Ξεκίνησε να εργάζεται στην εταιρεία των αδελφών Αρβανιτίδη, ως γενικός διευθυντής του εργοστασίου πετρελαίων και της εταιρείας μαγγανίου, από το 1915. Στο Μπατούμ (Βατούμ) του Καυκάσου παντρεύτηκε το Μάιο του 1917 την κατά ένα έτος μεγαλύτερή του Ναντέζντα (Μίλη) Παράτσα, Αυστριακή υπήκοο με πατέρα Σέρβο (Μαυροβούνιο) και μητέρα Ελληνίδα, που γεννήθηκε στο Μπατούμ το 1889. Στον Καύκασο ο Λουκάς Καστανάκης γνώρισε τον Νίκο Καζαντζάκη, συνδέθηκε στενά μαζί του με μια πολυκύμαντη φιλία που συνεχίστηκε στο Βερολίνο, στο Παρίσι, στην Αθήνα – ήταν, μάλιστα, ο άνθρωπος που έμαθε ρωσικά στον Νίκο Καζαντζάκη. Το 1920 ο Λουκάς Καστανάκης πήγε στο Παρίσι με τη σύζυγό του, όπου σπούδασε και πήρε πτυχίο από τη Σχολή Πολιτικών Επιστημών, ενώ παράλληλα έγινε μαθητής και στενός συνεργάτης του Ψυχάρη. Στο Παρίσι ασχολήθηκε με διάφορες επιχειρήσεις, διετέλεσε ανταποκριτής ελληνικών εφημερίδων, εκδότης και διευθυντής της ελληνόφωνης εφημερίδας Αγών, που έκανε και εκδόσεις αξιόλογων βιβλίων στα ελληνικά. Εκεί υπήρξε από τους ιδρυτές και γενικός γραμματέας του «Διεθνούς Βήματος των Φοιτητών» (TRIBUNE INTERNATIONALE DES ÉTUDIANTS), οργάνωσης διεθνούς σημασίας, που ένωνε τους φοιτητές και τους διανοούμενους όλων των χωρών που ζούσαν ή σπούδαζαν στο Παρίσι, όπου έδρευε η οργάνωση και όπου γιορτάστηκε η ίδρυσή της τη 12η Ιανουαρίου 1926, με την παρουσία προσωπικοτήτων διεθνούς κύρους, μεταξύ των οποίων και ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Μετά από μακρόχρονη παραμονή στη Γαλλία και στη Γερμανία, με ταξίδια και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, το ζεύγος Καστανάκη εγκαθίσταται οριστικά στην Αθήνα το 1931. Εδώ ο Λουκάς Καστανάκης, παράλληλα με τις εμπορικές δραστηριότητές του, εργάστηκε ως δημοσιογράφος στις εφημερίδες Πολιτεία και Ανεξάρτητος, ως τη διακοπή τους, καθώς και σε διάφορα περιοδικά και στον εκδοτικό οίκο Δημητράκου, ενώ τα έτη 1934 και 1935 εργάστηκε και στη σοβιετική εμπορική αντιπροσωπεία και ιδιαίτερα στο τμήμα αγοράς και εξαγωγής ελληνικών καπνών. Τον Ιούνιο του 1932 ήταν μεταξύ των σημαντικών προσωπικοτήτων που υπέγραψαν το αντιπολεμικό μανιφέστο των Ελλήνων διανοουμένων και καλλιτεχνών και το 1933 υπέγραψε τη διαμαρτυρία των Ελλήνων λογίων για την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία και τις διώξεις που αυτός άρχισε. Το 1935, στην εποχή του Κονδύλη, εξορίστηκε για πρώτη φορά στη Φολέγανδρο για δύο περίπου μήνες, από τον Οκτώβριο ως το Δεκέμβριο. Τον Ιούλιο του 1936 ήταν ένα από τα ιδρυτικά μέλη του σωματείου με τον τίτλο «Εταιρεία Θεατρικής Συνεργασίας», μαζί με πολύ γνωστά ονόματα από το χώρο του θεάτρου και της λογοτεχνίας. Στην κατοχή πήρε μέρος στην Eθνική Aντίσταση και μεταπολεμικά εργάστηκε ως δημοσιογράφος και μεταφραστής στις εφημερίδες Ελεύθερη Ελλάδα και Ριζοσπάστης.
Σαν ανταμοιβή (!) για τα πατριωτικά και δημοκρατικά του ιδεώδη πιάστηκε εντελώς αναιτιολόγητα το Δεκέμβριο του 1947 και εξορίστηκε στην αρχή στην Ικαρία (στον Εύδηλο πρώτα και στον Άγιο Κήρυκο ύστερα, μέχρι τον Ιούνιο του 1949), μετά στη Μακρόνησο (μέχρι τον Ιούλιο του 1950) και, τέλος, στον Άη-Στράτη (μέχρι τον Αύγουστο του 1951) απ’ όπου και ελευθερώθηκε. Μετά την απελευθέρωσή του εργάστηκε πάλι ως δημοσιογράφος και μεταφραστής στο Βήμα, στα Νέα και στον Ταχυδρόμο του συγκροτήματος Λαμπράκη και στην Ακρόπολη, ως λίγες μέρες πριν από το θάνατό του, την 26η Ιουνίου 1956, αφού και από το νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» και από το σπίτι του έγραφε, μετέφραζε και έστελνε τις συνεργασίες του στις προαναφερόμενες εφημερίδες. Τα πάμπολλα άρθρα του και οι πολυάριθμες μεταφράσεις του βρίσκονται διάσπαρτες σε διάφορα έντυπα και πέρα των όσων αναφέρθηκαν πιο πάνω, όπως στην Παγκόσμιο Φιλολογική Εγκυκλοπαίδεια του Ανεξάρτητου, στα Νεοελληνικά Γράμματα του Δημήτρη Φωτιάδη κ.λπ.· άλλοτε είναι ανυπόγραφες, άλλοτε φέρουν την υπογραφή του, άλλοτε τα αρχικά του Λ.Κ. ή Λ.Κ-ς, άλλοτε ψευδώνυμα, όπως το ιδιαίτερα χαρακτηριστικό Οδυσσέας Βάρκας. Οι μεταφράσεις του δεν αφορούσαν μόνο θέματα δημοσιογραφικού ενδιαφέροντος, αλλά επεκτείνονταν και στον λογοτεχνικό χώρο, αφού μετέφρασε πολλά έργα, κυρίως από τα ρωσικά, σε μια εποχή μάλιστα που ήταν εξαιρετικά σπάνιες οι απευθείας μεταφράσεις έργων της ρωσικής λογοτεχνίας στα ελληνικά λόγω της σχεδόν παντελούς έλλειψης ρωσομαθών μεταφραστών. Από αυτές τις μεταφράσεις μερικές εκδόθηκαν μετά το θάνατό του σε αυτοτελή βιβλία. Τις αναφέρω κατά χρονολογική σειρά: Είκοσι τέσσερις ώρες από τη ζωή μιας γυναίκας, του Στέφαν Τσβάιχ, από τις εκδόσεις Γκοβόστη, χωρίς χρονολογία έκδοσης· Εκλεκτά έργα, του Aντόν Τσέχοφ, με πρόλογο του Μάρκου Αυγέρη, από τη Βιβλιοεκδοτική το 1960, με την ευκαιρία των εκατό χρόνων από τη γέννηση του μεγάλου συγγραφέα· Μύθοι, του Ιβάν Κριλόφ, και Πολτάβα, του Αλέξανδρου Πούσκιν, με δικό μου πρόλογο και επιμέλεια, από τις εκδόσεις Γνώση, σε έναν τόμο μαζί το 1984· Θεωρητικά κείμενα λογοτεχνίας, του Μπελίνσκι, με πρόλογο και επιμέλεια δική μου, από τις εκδόσεις GUTENBERG, το 1988. Από τις άλλες μεταφράσεις του, τις δημοσιευμένες σε διάφορα έντυπα ή αδημοσίευτες, αναφέρω απλώς το Ένας ήρωας της εποχής μας, του Λέρμοντοφ, το Ο κύριος από τον Σαν Φραντσίσκο, του Μπούνιν, το Μαγελάνος, του Στέφαν Τσβάιχ, Τα χιόνια λιώνουν, του Έρεμπουργκ, πολλά διηγήματα του Πούσκιν, του ξεχασμένου σήμερα Μιχαήλ Ζοστσένκο και πολλών άλλων Ρώσων κλασικών και σοβιετικών συγγραφέων.
Εκτός από τα άρθρα του ο Λουκάς Καστανάκης έχει αφήσει πολλές σημειώσεις για διάφορα ζητήματα, μια συλλογή ανεκδότων, μικρά λεξιλόγια τοπικών ιδιωμάτων, όπως π.χ. του ικαριώτικου ιδιώματος, λίγα ποιήματα για την αγαπημένη του γυναίκα Μίλη με την οποία έζησε μαζί τριάντα εννιά χρόνια (η Μίλη πέθανε τη 15η Ιανουαρίου 1959 σε ηλικία εβδομήντα ετών στην Αθήνα, στο σπίτι της, ύστερα από πολύμηνη μάχη με τον καρκίνο), καθώς και τα διηγήματα που δημοσιεύονται εδώ, μαζί με τα προαναφερθέντα λίγα ακόμα, που δεν κρίθηκε σκόπιμη η δημοσίευσή τους, όπως και το ημιτελές μυθιστόρημά του Οδύσσεια που μνημονεύτηκε πιο πριν. Είχε ασχοληθεί επίσης με την παιδική λογοτεχνία, είχε γράψει ένα ολόκληρο παιδικό βιβλίο, ανέκδοτο, ενώ προπολεμικά, χωρίς χρονολογία έκδοσης, είχε κυκλοφορήσει από τον εκδοτικό οίκο Δημητράκου μια Αριθμητική σχολείου εργασίας, των Π. Παναγόπουλου και Λ. Καστανάκη.
Στα τελευταία χρόνια της ζωής του έγραψε μερικά ποιηματάκια για μένα και αρκετά αινίγματα. Τα τελευταία δημοσιεύονταν ταχτικά στον Ταχυδρόμο και μετά το θάνατό του μια επιλογή από αυτά εκδόθηκε από την εκδοτική εταιρεία Μ. Πεχλιβανίδης & Σία Α.Ε. το 1961, σε τρία βιβλιαράκια με 48 διαφορετικά προβλήματα το κaθένα, που είχαν διαφορετικό τίτλο: Το ξέρεις;, Θα το βρεις; και Πες μου το! Αυτά τα αινίγματα είναι αφιερωμένα σε μένα και εικονογραφημένα από τον Νίκο Καστανάκη, ο οποίος πέθανε την ίδια χρονιά, το καλοκαίρι του 1961. Το 1986 κυκλοφόρησε από τον Ερμή το βιβλίο Με τον Ψυχάρη, με δικό μου πρόλογο και επιμέλεια, που περιλαμβάνει τις αναμνήσεις του Λουκά Καστανάκη από τον μεγάλο δάσκαλο μαζί με άλλα δύο κείμενά του γι’ αυτόν, φωτογραφίες, μια επιστολή του Ψυχάρη κ.λπ. Το κύριο μέρος του βιβλίου γράφτηκε μεταξύ Ιανουαρίου και Μαρτίου 1950 στη Μακρόνησο, όπου ήταν τότε εξόριστος ο συγγραφέας. Και ακριβώς η εξορία τού δίνει το υλικό να γράψει, αμέσως μετά την απελευθέρωσή του, το αφηγηματικό χρονικό Ο ξερός βράχος, που περιγράφει τη ζωή του εκεί και τις φρικιαστικές συνθήκες που επικρατούσαν. Δυστυχώς δεν πρόλαβε να εκδώσει αυτό το βιβλίο όσο ζούσε – όπως και τόσα άλλα έργα του – και έτσι τελικά εκδόθηκε από τις εκδόσεις GUTENBERG το 1987, με δικό μου πρόλογο και επιμέλεια και ανέκδοτες φωτογραφίες.
Σε αυτό το σημείο φρονώ πως πρέπει να δώσω μια εξήγηση για τη συστηματική ενασχόλησή μου με το έργο του Λουκά Καστανάκη. Ο παππούς μου Σταύρος Κεχριμπαρίδης, ο πατέρας της μητέρας μου, εργαζόταν ως υπάλληλος στην εταιρεία των αδελφών Αρβανιτίδη στο Μπατούμ του Καυκάσου, όπου γνώρισε τον Λουκά Καστανάκη, που ήταν διευθυντής του και ο οποίος τον συμπάθησε και δέθηκε μαζί του. Έτσι βάφτισε την κόρη του και μητέρα μου, στην οποία έδωσε το όνομα της δικής του μητέρας Ευρυδίκης, που είχε πεθάνει το Φεβρουάριο του 1905. Όταν πολύ αργότερα η μητέρα μου εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, στα μέσα της δεκαετίας του ’30, την πήρε στο σπίτι του και την είχε σαν κόρη του, αφού ποτέ δεν απόχτησε παιδιά.
Στη συνέχεια έγινε κουμπάρος της τον Αύγουστο του 1945 στο γάμο της με τον πατέρα μου Δημήτρη Καραντώνη, αρχισυντάχτη τότε του Ριζοσπάστη. Μετά τη δολοφονία του πατέρα μου, το Νοέμβριο του 1947, σε ενέδρα της χωροφυλακής έξω από τη Θεσσαλονίκη, και τη σύλληψη και εξορία του Λουκά Καστανάκη, η μητέρα μου με εμένα, που είχα εν τω μεταξύ γεννηθεί το Μάρτιο του 1947, ξαναγύρισε στο σπίτι των Καστανάκηδων για να βοηθήσει τη Μίλη Καστανάκη. Επειδή είχε ήδη αποφασιστεί να με βαφτίσει το ζεύγος Καστανάκη, περιμέναμε πότε ο Λουκάς θα απελευθερωνόταν από την εξορία, πράγμα που τελικά συνέβη τον Αύγουστο του 1951 και έτσι εγώ βαφτίστηκα το Σεπτέμβριο του 1951 από τον Λουκά και τη Μίλη σε μια κλειστή τελετή στον Άγιο Διονύσιο Αρεοπαγίτη της οδού Σκουφά. Για την ιστορία αναφέρω πως δεν ήθελα να βαφτιστώ και είμαι από τους ελάχιστους ανθρώπους που θυμούνται τα βαφτίσια τους, αφού ήμουν τότε τεσσερισήμισι χρονών! Το ζεύγος Καστανάκη με αγαπούσε πάρα πολύ, υπερβολικά, θα έλεγα, ο Λουκάς, ο οποίος στην αλληλογραφία του με τον αδελφό του Θράσο στο Παρίσι με αποκαλούσε «ο ανιψιός μας», ήθελε μάλιστα να με υιοθετήσει, αλλά ο θάνατος τον πρόλαβε.
Η σύζυγός του τον κληρονόμησε και αυτή με άφησε γενικό κληρονόμο της σε μια κληρονομιά που περιλάμβανε μόνο έπιπλα, κάποια έργα τέχνης, πολλά βιβλία και τα έργα του συζύγου της, τα οποία η μητέρα μου στην αρχή και στη συνέχεια εγώ φροντίσαμε να εκδώσουμε. Έτσι τώρα, με μεγάλη καθυστέρηση είναι αλήθεια, αποφάσισα να ασχοληθώ με την έκδοση των διηγημάτων του, έχοντας τη γενική επιμέλεια και εποπτεία της έκδοσης και γράφοντας τον αναγκαίο πρόλογο.
Στα κείμενα που ακολουθούν έκανα ελάχιστες επεμβάσεις, πέρα από την αυτονόητη προσαρμογή στη σημερινή γραμματική και ορθογραφία και στο μονοτονικό σύστημα. Προσπάθησα – στο μέτρο του δυνατού – να ενοποιήσω τη γραφή τους, αφαίρεσα μερικές δυσανάγνωστες λέξεις και άλλαξα λίγες, προφανώς λανθασμένες.
Τα διηγήματα δημοσιεύονται με τη χρονολογική σειρά της συγγραφής τους, που είναι ταυτόχρονα θεματική: Από τον Καύκασο στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί στο Παρίσι, στο Βερολίνο, στην Αθήνα, με εξαίρεση το διήγημα «Η Ίρμα», που είναι γραμμένο στην Ικαρία και διαδραματίζεται σε αυτό το νησί, τόπο εξορίας του συγγραφέα την περίοδο 1948-1949.
Οι επεξηγήσεις που υπάρχουν σε κάποια σημεία οφείλονται είτε στο συγγραφέα είτε σε μένα. Δε θεώρησα σκόπιμο να υποσημειώσω σε ποιον ανήκει η κάθε επεξήγηση, ούτε θέλησα να επεκτείνω τις επεξηγήσεις σε περισσότερα σημεία, διότι θα καταντούσαν κουραστικές και σχολαστικές. Σημειώνω μόνο πως λόγω της ευρείας γλωσσομάθειας του Λουκά Καστανάκη – μιλούσε άπταιστα τρεις ευρωπαϊκές γλώσσες, εκτός από τα ελληνικά, τουρκικά, γαλλικά, ρωσικά και ικανοποιητικά τουλάχιστον άλλες δύο, γερμανικά και αγγλικά – υπάρχουν λέξεις από όλες αυτές τις γλώσσες, μόνο, όμως, όταν είναι αναγκαίο και απαραίτητο για το συγκεκριμένο κείμενο. Είναι αξιοσημείωτο επίσης το γεγονός ότι ο συγγραφέας όχι μόνο δεν αποφεύγει να εκθέσει τις απόψεις του για εθνικά, κοινωνικά και γλωσσικά ζητήματα, αλλά απεναντίας τις αναπτύσσει ανοιχτά, δένοντάς τις αρμονικά με την πλοκή των διηγημάτων του και δίνοντάς μας μια ολοκληρωμένη εικόνα των ανθρώπων και των τόπων που περιγράφει και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εκάστοτε εποχής. Το μόνο σχόλιο που επιθυμώ να κάνω είναι ότι οι απόψεις και οι επισημάνσεις του διατηρούνται καίριες και επίκαιρες στις μέρες μας και δεν έχουν χάσει καθόλου την αξία και τη σημασία τους – δυστυχώς!
Επειδή λόγω της σχέσης μου με το συγγραφέα δεν μου επιτρέπεται να επεκταθώ σε ευνοϊκά σχόλια, θα καταγράψω τις κρίσεις γι’ αυτόν από τρεις μεγάλους, κρίσεις που είδαν το φως της δημοσιότητας σε βιβλία, τις κρίσεις του Ψυχάρη, του Δημήτρη Φωτιάδη και του Νίκου Καζαντζάκη.
«Λατρεμένε μου λατρεφτή» αποκαλεί τον Λουκά Καστανάκη ο Ψυχάρης σε γράμμα του τη «Δεφτέρα, 30 του Γιούνη 1924», που πρωτοδημοσιεύτηκε στο βιβλίο Με τον Ψυχάρη. Στο παράρτημα που ακολουθεί το κύριο κείμενο του βιβλίου αναδημοσιεύεται η αρχή του κεφαλαίου «Για τη Γλώσσα», από τον πρόλογο του Ψυχάρη στη Μεγάλη Ρωμαίικη Επιστημονική Γραμματική, Α’ Μέρος, Το βιβλίο του Δάσκαλου, πρώτος τόμος, σελίδες 71-73, Ελευθερουδάκης 1929, τυπωμένο όμως στο Παρίσι, στα τυπογραφεία του Αγώνα. Αρχίζει, λοιπόν, το σχετικό κεφάλαιο ως εξής: «Βγαίνει στο Παρίσι μια ελληνική φημερίδα που ο τίτλος της – Αγών– την αποξενώνει αμέσως. Τη διεφτύνει σήμερις ένας φίλος μου αφοσιωμένος και σε μένα και στην Ιδέα. Χρυσό παλληκάρι. Δραστήριος, καπάτσος. Και που άμα βρίσκει καμιάν αφορμή, με ρεκλαμάρει αμέσως στον Αγώνα – καθαρεβουσιάνικα, εννοείται».
Η δεύτερη κρίση προέρχεται από τον ιστορικό συγγραφέα, λογοτέχνη και εκδότη των Νεοελληνικών Γραμμάτων και των Ελεύθερων Γραμμάτων Δημήτρη Φωτιάδη. Να τι γράφει στο δεύτερο τόμο των Ενθυμημάτων του (Κέδρος 1983), στο κεφάλαιο με τον τίτλο «Εύδηλος» (σελ. 340):
«...Ο Λουκάς Καστανάκης, με την απέραντη καλοσύνη του, μ’ αγκαλιάζει, φιλιόμαστε.
» – Έλα, έλα, Δημήτρη, στην κάμαρά μου να σε φιλέψω.
» Ανοίγει το παράθυρο. Αντικρίζω να στραφτοκοπά το Αιγαίο...
» Ο Λουκάς είχε μείνει χρόνια στη Ρωσία. Όλες από τα ρωσικά μεταφράσεις που δημοσίεψα στα Ελεύθερα Γράμματα, καθώς και άρθρα για τους μεγάλους Ρώσους κλασικούς είταν δικά του. Με την απέραντη αισιοδοξία του είταν σίγουρος πως η χωροφυλακή θα με κρατούσε στον Εύδηλο».
Και συνεχίζει ο Δημήτρης Φωτιάδης στο κεφάλαιο «Φρανσουά Μωριάκ - Π. Κανελλόπουλος», στις σελίδες 353-355 του ίδιου τόμου, όπου εκθέτει πως η «αθάνατη» παρομοίωση του Παναγιώτη Κανελλόπουλου για τη Μακρόνησο σαν «πρότυπο Σχολείο για ηθική αναμόρφωση» (!) έγινε ακριβώς ύστερα από τηλεγράφημα του γνωστού συντηρητικού Γάλλου συγγραφέα Φρανσουά Μωριάκ στον Παναγιώτη Κανελλόπουλο για την τύχη του Λουκά Καστανάκη και του Δημήτρη Φωτιάδη στη Μακρόνησο. Όλα τα σχετικά τα αναδημοσίεψα στον πρόλογό μου στο βιβλίο Ο ξερός βράχος, με την επισήμανση ότι ο Λουκάς Καστανάκης δημοσίευε κυρίως προπολεμικά στα Νεοελληνικά Γράμματα.
Θα τελειώσω με τις κρίσεις του Νίκου Καζαντζάκη για τον Λουκά Καστανάκη, από τον οποίο έμαθε ρωσικά όπως προαναφέρθηκε. Στο βιβλίο Επιστολές προς Γαλάτεια, που περιλαμβάνει 83 γράμματα και καρτ ποστάλ του Νίκου Καζαντζάκη προς την πρώτη σύζυγό του Γαλάτεια, γραμμένες στο διάστημα 1920-1924, με πρόλογο του Γιάννη Γουδέλη και εισαγωγή - σχόλια της Έλλης Αλεξίου (Δίφρος, β’ έκδοση, 1984 και Δίφρος, γ’ έκδοση, 1993), ο Καζαντζάκης μιλά πολλές φορές για τον Λουκά Καστανάκη και τη γυναίκα του Μίλη με αγάπη και εχτίμηση. Είναι αδύνατο φυσικά να μνημονεύσω όλα τα σημεία των επιστολών που αναφέρονται στο ζεύγος Καστανάκη. Η πρώτη αναφορά γίνεται στην επιστολή με αριθμό 30, σταλμένη από το Βερολίνο την 1η Σεπτεμβρίου 1922: «...Έχομε επικοινωνία κυρίως με Ρούσους εδώ και χτες βράδι για πρώτη φορά πήγα και επισκέφτηκα τους Καστανάκηδες. Μένουν στο Zehlendorf, στη γειτονιά μας. Η γυναίκα χαριτωμένη κ’ οι δυο Σε χαιρετούνε θερμότατα...» Η δεύτερη αναφορά είναι στη χωρίς χρονολογία 32η επιστολή όπου διαβάζουμε: «... Προχτές πήγα με τον Καστανάκη στο ρούσικο καμπαρέ. Αχ! έλεγα, να ’σουνα μαζί μας! Ρούσες τραγούδησαν άγρια, παθητικά τραγούδια, άλλες χόρεψαν, ο Καστανάκης τις γνώριζε κ’ ήρθαν και κάθισαν στο τραπέζι μας...» Δεν μπορώ να συνεχίσω την παράθεση των πάμπολλων αναφορών στο ζεύγος Καστανάκη· θα τελειώσω με ένα απόσπασμα από την 54η επιστολή της 11ης Φεβρουαρίου 1923: «... 1) Η Καστανάκη Σου ’γράψε, μα δεν της απάντησες· με ρωτάει στεναχωρημένη. Είναι καλή, μου φαίνονται πολύ πρόθυμοι, πάω δυο φορές τη βδομάδα σπίτι τους και μου κάνει ο Καστανάκης ρούσικα. Γράψε της, αν θες.
»2) Ο Καστ(ανάκης) Σε παρακαλεί: Είναι δυνατόν να μιλήσεις σε καμιά εφημερίδα που να θέλει να της στέλνει ανταπόκρισες; Κυρίως για τα ρούσικα πράματα είναι μοναδικός. Παίρνει βιβλία, εφημερίδες, περιοδικά από τη Μόσχα και μπορεί τέλεια να μεταδώσει στο ελλην(ικό) κοινό τη ρούσικη κίνηση.
»Κάμε ό,τι μπορείς, γιατί θερμότατα με παρακάλεσε».
Δε θα συνεχίσω με την παράθεση άλλων αποσπασμάτων από τις επιστολές αυτές, ούτε θα εκθέσω τις διακυμάνσεις των σχέσεων του Λουκά Καστανάκη με τον Νίκο Καζαντζάκη, που συνεχίστηκαν στο Παρίσι και στην Αθήνα, αλλά μετά την οριστική αναχώρηση του Καζαντζάκη από την Ελλάδα το 1946 και τη σύλληψη του Λουκά Καστανάκη το 1947, οι μεταξύ τους επαφές διακόπηκαν. Ύστερα από αρκετά χρόνια ο Καστανάκης έγραψε στον Καζαντζάκη και εκείνος του απάντησε· παραθέτω την αρχή του γράμματος με την ιδιότυπη ορθογραφία και τονισμό: «Αντίπολις, 18.8.54 Αγαπητέ μας φίλε, Ύστερα από τόσα και τόσα χρόνια γράμα Σας και χαιρετήσματα από τη Μίλη! 
Μεγάλη χαρά, εδώ, στον Παράδεισο της ξενιτιάς. Ο Θράσος κάθεται απέναντί μας, μιλούμε ταχτικα για Σας, με αγάπη και νοσταλγία. Πόσο στρογγυλά είναι τα χρόνια και κυλούνε! Πότε πέρασαν οι ώρες που ζήσαμε στον Κάφκασο και στο Παρίσι!...» Για λόγους χώρου παραλείπω τα υπόλοιπα, όπως μια καρτ ποστάλ και άλλη μια επιστολή του Καζαντζάκη, καθώς και τα γραφόμενα από την Ελένη, τη δεύτερη σύζυγό του. Απλώς από την καρτ ποστάλ αντιγράφω: 

«Freiburg, 30-12-54 
Αγαπητοί, αλησμόνητοι φίλοι... 
Πάντα Σας έχουμε στο νου μας με βαθειάν αγάπη. Αν μπορώ να Σας είμαι χρήσιμος σε οτιδήποτε, είμαι στους ορισμούς Σας...»
Για τα δύο γράμματα και την καρτ ποστάλ δημοσίευσα μια ανακοίνωσή μου στο έκτο και τελευταίο τεύχος του περιοδικού Σύγχρονοι Καιροί, Ιούλιος-Αύγουστος 1983, σελ. 268, με τίτλο «Τρία ανέκδοτα γράμματα του Νίκου Καζαντζάκη στο Λουκά Καστανάκη» και τα αναδημοσίεψα μαζί με τα γραφόμενα της Ελένης Καζαντζάκη και πολλά αποσπάσματα από τις Επιστολές προς Γαλάτεια, στο τεύχος 12-13 του περιοδικού Περιπλανητής, Άνοιξη - καλοκαίρι 1998, σε ένα άρθρο μου που τιτλοφορείται «Νίκος Καζαντζάκης - Λουκάς Καστανάκης», σε αφιέρωμα του περιοδικού για τον Καζαντζάκη, προσθέτοντας και τις αφιερώσεις σε φωτογραφίες του Καζαντζάκη στο ζεύγος Καστανάκη.
Στο ίδιο άρθρο παραθέτω και αποσπάσματα από τις δεκαεφτά ανέκδοτες επιστολές του Νίκου Καζαντζάκη προς τον Θράσο Καστανάκη, από τις εξήντα εφτά συνολικά που υπάρχουν και που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Το δέντρο, τ. 25-26, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 1986, με παρουσίαση, σχολιασμό και σημειώσεις της Άλκηστης Σουλογιάννη. Ανάμεσά τους υπάρχει το συλλυπητήριο γράμμα που έστειλε ο Καζαντζάκης στον Θράσο Καστανάκη:

                     Αγαπητέ Θράσο,                                                          «3-8-1956
Ξέρω πόσο μάταιες είναι οι παρηγοριές και πως το μόνο αληθινό μνημόσυνο είναι να θυμάσαι με αγάπη τον άνθρωπο που έφυγε λίγο πρωτύτερα από μας. Αφτο κάνω, κι όλες οι ώρες που πέρασα με τον Λουκα στον Κάφκασο και στην Αθήνα ξαναζούν και ξαναπερνούν από το νου μου. Άλη παρηγοριά, θαρρώ, δεν υπάρχει. 
Ο Θεός μαζί Σου πάντα.
Ν. Καζαντζάκης».

Ας είναι αυτά τα λόγια του Καζαντζάκη το ακροτελεύτιο μέρος του προλόγου μου και ας ζήσουμε και εμείς νοερά στην Κωνσταντινούπολη, στον Καύκασο, στο Παρίσι, στο Βερολίνο, στην Αθήνα, σε περασμένες εποχές, με αυτά τα διηγήματα.

ΓΙΩΡΓΟΣ  ΚΑΡΑΝΤΩΝΗΣ

Αθήνα, Ιούλιος 2013

_______________
* Το εισαγωγικό κείμενο του Γιώργου Καραντώνη είναι ο πρόλογος στο βιβλίο που κυκλοφόρησε πρόσφατα με τίτλο "Παιδιά καλών Οικογενειών" του Λουκά Καστανάκη θα δημοσιευθεί στην εφημερίδα "Αρκαδικό Βήμα" στο φύλλο Μάρτιος 2014 αρ. φ. 253.