«Το σήμερά ναι κόλαση, τ’ άβριο παράδεισο. Όλη
του Κάτου Κόσμου η πλατωσιά θα γίνει περιβόλι.
Κοινά τα πάντα: κοπελιές, γη κι ουρανός· και λίγη
δουλειά χωρίς αφεντικό, που να σε σκυλοπνίγει».
Άμα σαρώνει ο πόλεμος τη στάχτην ανθρωπότη
πατριώτης θα σαι στην αρχή και μάβρη οχιά κατόπι.
Κι όταν στο δρόμο άρχος λαός σκοτώνεται απ’ τον ξένο,
του ξένου στάσου τσόγλανος, ντουφέκι αγορασμένο.
Σκότωνε τους αντέλληνες! Σοφά παράτα εκείνα
τα ψεφτοφιλελέφτερα. Τον τύρρανο προσκύνα.
Κι όλο τ’ ανάποδα να λες μ’ αφτά που λεγες πρώτα,
γιατί σε καταλάμψανε, Σαούλ, τα ουράνια φώτα.
Δε φτάνει να καταφρονάς την άθλια μάζα. Πρέπει
από μωρό να τη στραβώνεις, ήλιο να μη γλέπει,
να μη νογά πουθ’ έρχεται, που πάει, ποιον θα χορτάσει,
σα σκοτωθεί χορεφταράς στου χάρου το γιορτάσι.
Όλα του κόσμου τα καλά και τα μεγάλα, αιώνες
πολιτισμού, τα φκιάσανε κάθε λαού ηγεμόνες.
Τέχνη, επιστήμες, Ιστορία δικά τους όλα κι όσα
δώσαν στον πίθηκο λαό πατρίδα, θεούς και γλώσσα!
Σ’ αφτά δε θα σταθείς πολύ. Μ’ «εντάξει» το ηθικό σου
παλιούς σου φίλους πρόδινε στο νέο τ’ αφεντικό σου.
Θα κάνεις το στερνό σου σάλτο στα μεσούρανα, όπου
δεν ξεχωρίζει των θεών η μοίρα και τ’ ανθρώπου.
Βαγγέλιο στο να χέρι σου, στ’ άλλο στιλέτο κράτει
και πούλα τον χυδαίο λαό στον ξένο στρατοκράτη.
Πούλα πατρίδα και θεό, φαμίλια κ’ εαφτό σου,
πάνου από κάθε δισταγμό και κάθε νόμ’ ορτώσου!
Μπροστά στο δυνατότερο στη λάσπη ανακυλίσου
και γλύφε του τα δάχτυλα πιότερο απ’ το σκυλί σου.
Ντόπιου και ξένου αφεντικού μπαίγνιο και μπράβος γίνε.
Που ενάντια τους σηκώνει τ’ άρματα, Έλληνας δεν είναι!
Κι όταν ο Κύριος τη στερνή σου πάρει μοσκανάσα,
θα σκέπ’ η γαλανόλεφκη την αργυρή σου κάσα.
Και θα ναι Κυριακή, να κλαιν ολόημερα οι Ελλάδες
και θα σε γράφουν με χρυσά ψηφιά χρυσές φυλλάδες.
(Εδώ τον κλαίει η εθνικοφροσύνη)
«Λέφτερο πνέμα και συνείδηση άγια, πρώτη ουσία
του Κάτου και τ’ Απάνου Κόσμου, χαίρε Προδοσία!
Αγόρι μου, στα σπλάχνα μου γκορφισταυρό σε κλείνω,
Έλληνα και πρωτέλληνα και πρώτε των Ελλήνω…!»
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ
(1884-1974)
"ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΚΟΣΜΟΣ"